Προς ολους τους επισκεπτες


Προσοχη στην ανεμοσκαλα !!!!

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Ο καπτα Κώστας ήταν ανάμεσα σε καμιά δεκαριά βατσιμαναιους στη λάντζα του Αρωνη που τους μοίραζε το πρωί στα βαπόρια της ράδας του Πειραια.Λογης λογής λατσιωνες,Ελληνες ,Aιγυπτιοι,Πακιστανοι,Φιλιπινεζοι οι πιο πολλοί ήταν πάνω από τα 70.Ηλιωκαμενες φάτσες , με χοντρά ροζιασμένα χέρια και κιτρινισμένα από το τσιγάρο μουστάκια μπάρμπα Κώστας ξεχώριζε από ολους,ηταν ψηλός και φορούσε πάντα ένα λευκό καπέλο με σιρίτι που έγραφε captain και στο χέρι κρατούσε ένα μακρύ και χοντρό κεχριμπαρένιο κομπολόι. Στο δεξί καρπό του φαινόταν ένα τατουάζ με μια μορφή γοργόνας και ένα σταυρο.Πανω από το ένα φρύδι του είχε ένα βαθύ σημάδι από ένα πέσιμο στο αμπάρι ενός βαποριού που στο τσακ γλύτωσε τη ζωή του.Το βλέμμα του εγερωχο,γυριζε 360 μοίρες στον ορίζοντα όπως άλλωστε έκανε μια ζωή πάνω στις βαρδιολες.Και το πουκάμισο μισάνοικτο κατά πάνω στο βοριά που γι αυτόν ήταν το χάδι της αλμύρας και η δροσιά του πελαγους.Το πρωί δεν του άρεσαν οι πολλές κουβέντες με τους γύρω του-αλλοστε δεν είχε πιει ακόμα τον δεύτερο καφέ του.Μονο του βαρκάρη έβαζε που και που καμιά φωνή όταν έκανε τις παρατιμονιές του.Του άρεσε να στέκει πάντα όρθιος με ανοιχτα τα πόδια όσο μπότζι και αν έβγαζε ο καιρος.Που και που μασουλαγε ένα ξεροψημένο κουλούρι που έπαιρνε από ένα φουκαρά κουλουρά που την έστηνε το πρωί κοντά στο μόλο με τις λαντζες.Οχι ότι πάντα ότι πεινούσε, αλλά τον λυπόταν από την μέρα που του αυτός του είπε την ιστορία της ζωής του.
Η λάντζα τα είχε τα χρονάκια της μα πήγαινε μια χαρά . Καλό ξύλινο σκαρί, φρεσκοβαμμένη από κλεμμένες μπογιές που πήγαιναν σε κάποιο βαπορι…..Στην τιμονιέρα ένα παλιό αλμυροφορτωμενο εικονακι του Αϊ Νικόλα κοντά σε ένα αυτοσχέδιο σύστημα κασετόφωνου και καμπόσες σκόρπιες κασέτες με λαϊκά τραγουδια.Συνηθως έπαιζε διακριτικά μπερδεμένα με το θόρυβο της μηχανης,κατι που εκνεύριζε πολλές φορές τον μπάρμπα Κωστα.Προτιμουσε να ακούει καθαρά την γουργουρα (μηχανή) όπως την έλεγε.
Το πρώτο βαπόρι που έπιανε ήταν ένα τζενεραλαδικο πάνω από τριάντα χρονών που το λεγανε ΡΙΚΑ ΙΙ .Κατάμαυρο σαν χαρος.Εκει σκατζαριζε ο Πυρής όπως έλεγαν τον Πακιστανό βατσιμανη.Φυσιογνωμια στις λάντζες όλοι του έπιαναν την κουβέντα για να μιλαει τα σπαστά ελληνικά με την Πακιστανική προφορά και έσπαγαν πλακα.Σκατζαριζε ένα πατριώτη του με μια γενειάδα σαν παπάς. Αυτόν δεν τον πήγαινε με τίποτα ο μπάρμπα Κώστας.
Μετά έπιανε το Άγιος Γεράσιμος –ένα μικρό τανκερακι-ενός Κεφαλλονίτη εφοπλιστή , στην συνέχεια το Τραμουντάνα –άλλο σαπακι αυτό. Η στρηδονα κόντευε να φτάσει μέχρι την κουβερτα.Εκει με ένα σάλτο μορτάλε πήδηξε ο Βαγγελας ο Ολυμπιακακιας ,μάγκας Πειραιώτης και χρόνια λοστρομαρα σε μαμια εικοσαριά βαπορια.Αυτος ήταν και η μοναδική συμπάθεια του Μπάρμπα Κώστα γιατί αυτός ήταν Παναθηναικακιας και του άρεσε να τον πειράζει κάθε Δευτέρα πρωί.
Άλλο ένα μετά το ΚαπταΠαναγιωτης –κουρασμένο σκαρί και αυτό αλλά στα νιάτα του θα ήταν βασιλοβαπορο. Έτσι τουλάχιστον έλεγε μαστρο Ντίνος ο βατσιμανης του.Αυτος πάλι ήταν από τους παλιούς λαδάδες που στο τέλος μπαρκάριζε τρίτος μηχανικός και το έπαιζε επιστήμονας. Κάνα δυο φορές αγκαλιστήκανε με τον μπάρμπα Κώστα και παραλίγο να κολυμπήσουν στα βαθεια.Αλλα κατά βάθος ήταν ένας αγαθός παροπλισμένος …μάστορας.
Η λάντζα άρχιζε να μποτζαρει λιγάκι όσο έβγαινε πιο ανοιχτα και πλησιαζε την Αννουλα.Το βαπόρι του Μπάρμπα Κώστα . Το κοίταζε και καμάρωνε λες και ήταν θαλαμηγός ναυαρχίδα της ράδας το έλεγε και το πίστευε πραγματικα.Οποιοι τολμούσουν να γελάσουμε τους άρχιζε τα μπινελικια σε όλες τις γλώσσες του κοσμου.Ενα πράγμα ποτέ όμως δεν έμαθε από κανένα ναυτικό η το γραφείο . Πια ήταν η Αννούλα ?? Πάντως ούτε γυναίκα ούτε παιδί αλλά ούτε μάνα ήταν του εφοπλιστή. Κάποιοι έλεγαν για μια παλιά του αγάπη που δεν ήθελε ποτέ να την ξεχάσει –Ήταν βλέπετε και αυτός κάποτε ένας πολυταξιδεμένος καπετάνιος. Όλα τα βαπόρια του είχαν θηλυκά ονοματα.Και η Αννούλα ήταν πράγματι θηλικια ονομα και πράγμα. Όταν πέρναγες από την πρυμη,ολοστρογκυλη και ψηλοκαπουλη σου θύμιζε τις γυναικάρες του Ριο.Η πλώρη του κομψη,φινετσατη και τα οκια σαν μάτια αμυγδαλωτά περσίδας κορης.Το κομοδεσιο με απαλες γραμμες κατασπρο σαν χλαμυδα και η τσιμινιερα σαν κοτσος αρχαιας Ελληνιδας.Οι μπιγες κατεβασμένες ευλαβικά στα κολονάκια και τα αμπάρια κλειστά με σκουριασμένες φακίδες στα καπόνια αγκυρα με μπόλικα κλειδιά στο νερό έδειχνε να είχε πιάσει καλά στην τραγάνα. Και η καδένα μόλις είχε αρχίσει να μαλλιάζει ανεμόσκαλα ήταν ριγμένη από τα δεξιά και ήταν σχεδόν ολοκαινουργια.Ηταν το πρώτο πράγμα που ενδιαφερόταν ο Μ.Κωστας να είναι γερή γιατί είχε δει και ακούσει πολλά για ανεμόσκαλες.
Ο λαντζέρης έκοψε στροφες,περασε σύριζα από την πρύμη έριξε μια σφυριξια και κοίταξε στα μάτια τον τον Μ.Κωστα . Αυτός του έκανε νόημα πως ήταν έτοιμος και η λάντζα ακούμπησε απαλά στα πλευρά της Αννουλας.Σαν δεκαοκτάχρονο αγόρι άρπαξε τα σχοινιά της σκάλας περίμενε λίγο να κάνει το πάνω η πλώρη της λάντζας και ανέβηκε τα τρία πρώτα σκαλιά γρήγορα μην του πιάσει κάνα πόδι από το σουελ.`Σε δευτερόλεπτα την είχε ανέβει ολόκληρη και πηδαγε στο κατάστρωμα. Εκεί το περίμενε ο Μανέτας ο άλλος βατσιμανης ένας παλιός ναύτης από την Κουλουρη.Μια ζωή τσαντιλας αλλά γεμιτζής στα νιάτα του – ο πρώτος τιμονιέρης όπως λεγανε οι αλλοι.Ανταλλαξαν βιαστικά μια καλημέρα και ριξανε στη λάντζα ένα ιβιλαι να πάρουν επάνω μια τσάντα που έχε παρει καποτε από το Port Said ο καπτα Κώστας με κάτι φαγητά και νερά που καβάλαγε μαζί του για την βάρδια του.Κατεβηκε και ο Μανετας στη λάντζα ξανασφυριξε ο λαντζέρης και φουλάρισε για το άλλο βαπόρι μισό μίλι πιο έξω.
Oμ.κ τράβηξε κατά την πλώρη με βήματα μάλλον νωχελικά-Το ίδιο δρομολόγιο μέρα παρά μερα.Ανεβηκε στο κασσαρο και έγειρε μπροστά να δει την καδένα-Όλα καλά και τα σημάδια στην στεριά όπως τα είχε αφήσει προχθές. Δεν είχε ξεσύρει καθόλου η Αννουλα.Αλλωστε ο καιρός την τελευταία εβδομάδα ήταν Γρέγος ότι πρέπει για την ράδα του Πειραιά – Βαρδα από Νοτιάδες και Σοροκαδες.Που να τολμήσει να πλησιάσει η λάντζα την ανεμοσκαλα.Την είχε πατήσει αρκετές φορές και έμεινε μέσα για δυο και τρεις συνεχόμενες μερες.Ευτυχως ποτέ δεν έμεινε από προμηθειες.Εριξε μια ματιά στην μπούκα του λιμανιού και φάνηκε αχνά το φερυ μποουτ που περναγε κάθε πρωι την ιδια ωρα ξιστα από την πλωρη της Αννουλας πηγαινοντας για την Αιγινα. Καπετανιος ήταν ένας Κουλουριωτης φίλος του Μανετα.Περναγε πάντα δίπλα τους και του Μανετα έβγαιναν τα μάτια σαν έπαιρνε χαμπάρι καμιά τουρίστρια να λιάζετε στο ντεκ.Αναψε ένα τσιγάρο και κάθισε πάνω σε ένα ηλιοκαμένο κορπωμα κάβου που μακάρι να μην χρειαζόταν ποτέ να χρησιμοποιηθεί γιατί θα γινόταν κομματια.Για μπερζερα όμως που την είχε ο καπτα Κώστας ήταν μια χαρα.Οι γλάροι τακτικοί στη ρότα τους σημάδευαν με ακρίβεια τις κουτσουλιές τους πάνω στη μπομπα της άγκυρας και αυτό του κτύπαγε στα νεύρα. Τόση θάλασσα εδώ θέλουν να χεσουν μονολογούσε αλλά τους ήθελε και για παρεα.Τους κοίταζε με τις ώρες και θαύμαζε την δεξιοτεχνία τους στο πέταμα τους.Το φερυ μπουτ πέρασε όπως πάντα ξυστά και ο καπτα Νικόλας του έγνεψε βγαίνοντας στη δεξιά βαρδιολα.Αυτη τη φορά οι ποιο πολύ επιβάτες ήταν μέσα στα σαλονια.Ενας μακρυμάλλης με μια φωτογραφική μηχανή έβγαζε κάτι φωτογραφίες και μάλλον τράβηξε και τον Μ.κ με το κασκέτο του την ώρα που χαιρετούσε τον καπετάνιο. Ήταν η χαρακτηριστική στιγμή που όλοι προσπαθούσαν να αποθανατίσουν.
Πήρε το δρόμο προς τα πρίμα ,μάζεψε την δερμάτινη κίτρινη τσάντα που είχε αφήσει δίπλα στην ανεμόσκαλα και ανέβηκε τα σκαλιά του κομοδεσιου.Ειχε αρχίζει να πεταει σκουριές και χρειαζόταν κάνα ψιλό μινιαρισμα.Αλλα που μπογιές –πολυτέλειες βλέπεις –χρυσά δόντια στην γριά έτσι του έλεγαν από το γραφείο και εκείνος δαγκωνόταν να μην τους βρυσει.Ανοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στον αλουε. Του ήρθε η γνώριμη μπόχα της εγκατάλειψης αλλά την είχε συνηθίσει πια.Ετσι μυρίζουν όλα τα παροπλισμένα καράβια έλεγε τι θέλετε να μυρίζουν αρώματα η η ψαρόσουπα του μάγειρα .Το λιγοστό φως που πέρναγε από τα φινιστρίνια ησα που έφτανε να βλέπει να πάει στην καμπίνα του χωρίς το φακό του.Αυτους τους κίτρινους τους star light που όλοι οι ναυτικοί δεν πάνε ρούπι χωρίς αυτους.Δεν την κλείδωνε ποτε,αλλοστε αυτός και ο Μανετας πηγαινοερχόταν στο καράβι. Αν του έλειπε τίποτα ο μοναδικός ύποπτος θα ήταν ο Μανέτας .Μπήκε μέσα άφησε την τσάντα πάνω σε μια καρέκλα και άνοιξε τα δυο φινιστρίνια να μπει καθαρός αέρας και φως.Εβγαλε τα ρούχα του και φόρεσε μια άσπρη χοντρή φόρμα που την είχε φέρει ένας σιπσαντης(shipschandler) στην Αμβέρσα πριν κάνα δυο χρονια.Ηταν η αγαπημένη του φόρμα -την πρόσεχε σαν γαμπριατικο κουστουμι.Αλλωστε αυτό το λιμανι ηταν ένα από τα αγαπημενα τοθ. Και τι δεν του θυμιζε-γλεντια , γυναικες, ξεμπαρκα και τοσα αλλα.Εκει στο σαλβαντορ καφε επινε τον αγαπημενο τοθ καφε σοθρομενος σε ειδικο ποτηρι και με συνοδεια βελγικου σοκολατακι.Εκει μπενοβγεναν και κατι μοναχικες μεγαλες κυριες στολισμενες από την κορφη ως τα νυχια πινοντας τον καφε τους και καπνιζοτας το τσιγάρο τους,ψαχνοντας για κανένα τεκνό. Μια φορά του έκατσε μια καλή περίπτωση του μπάρμπα Κώστα και πήρε ακόμα μια αμαρτία ανάμεσα στις τόσο πολλες.Καθησε λίγο στην πολυθρόνα του ακούμπησε τα πόδια του ψηλά στο γραφειάκι και έκλεισε για λίγο τα μάτια του.Τοθ άρεσε να παίρνει ένα υπνάκο κάνα εικοσάλεπτο το πρωί ιδιαίτερα αν είχε συννεφιά η εβρεχε.Μετα τον υπνάκο ξεκίνησε για το ίδιο δρομολόγιο που έκανε τώρα και 6 μήνες.
Τράβηξε για την ρεσπεντζα σχεδόν στα σκοτεινά περνώντας από τον αλουε για να φτιάξει τον καφέ τυχαίνατε το γκαζάκι και γέμισε το μπρίκι με κρύο νερο,τρεις κουταλιές καφέ και μια ζαχαρη.Του άρεσε ο καφές να ήταν βαρυς,με μπόλικο καϊμάκι και σερβιρισμένος σε χοντρό φλυτζανι.Καποτε του τον έφτιαχνε το καμαρωτακι ο Ρουλης από την Πρεβεζα.Ηταν ένα λίγο αγαθιάρικο παιδί που όλοι άρεσαν να τον πειράζουν με λογής λογής καλαμπουρια.Μια φορά έγινε ένα γερό καλαμπούρι όταν πέρναγαν τον ισημερινό και του είχαν πει πως εκεί είναι ένα νησί γεμάτο γυναίκες που ανεβαίνουν στο βαπόρι και κρατούν συντροφιά στους ναυτικους.Ακομα τις περιμένει να ανεβούν. Ομ.κ τον αγαπούσε σαν παιδί του και στενοχωριόταν όταν γινόταν τέτοια καμώματα όπως τα ελεγε.Του άρεσε να τον κερνά καμιά μπύρα και να του λέει ιστορίες για το χωριό του,τα χωράφια του που άφησε για να μπαρκάρει και τις ελιές που κάθε χρόνο θα βοηθαγε την μάνα του να τις μαζέψει μα την τελευται στιγμή δήλωνε στον καπετάνιο ανακατάταξη για ένα χρόνο ακομα.Ειχε βλέπεις συμβουλάτορα τον μάγειρα από την Τήνο τον Φώντα που του έλεγε άσε Ρουλη εμείς θα ξεμπαρκάρουμε μαζί και θα σε παντρέψω με την κόρη μου.Τι τύπος και αυτός θεέ μου.Ολο με το τσιγάρο στο στόμα όση ώρα δεν δοκίμαζε την κατσαρόλα με το φαι.Συνεχεια παραπονιότανε ότι δεν του έφερνε ο τροφοδότης καλά υλικά και θα τον ρεπορταρει στο γραφειο.Δεν άφηνε όμως τίποτα να πάει χαμενο.Οταν το ρωταγαν τι είναι πάλι αυτό έλεγε ότι είναι συνταγή που κάνουν στο χωριό του.
Ομ.κ πήρε το φλιτζάνι με τον καφέ και πήγε στην τραπεζαρία. Κάθισε στην πολυθρόνα εκείνη που καθόταν πάντα ο καπετάνιος και τράβηξε την πρώτη ρουφηξια.Αναξε πάλι ένα τσιγάρο και ξεδίπλωσε την χθεσινή εφημερίδα που του είχε αφήσει ο Μανετας.Εριξε μια γρήγορη ματιά στα μεγάλα γράμματα και μετά γύρισε στη σελίδα με τα αθλητικα.Κατι διάβασε που δεν του άρεσε και τόσο και με μια δεύτερη ρουφηξιά ήπιε σχεδόν τον μισό καφέ του.Κοιταξε και τα κοινωνικά –μην χάσει καμιά κηδεία-και μετά καρφώθηκε σε ένα άρθρο για τα αυτοκίνητα. Ήταν το μεγάλο του παθός από νεαρος.Τελιωσε το τσιγάρο μαζί με τον καφέ του,πεταξε την εφημερίδα σαν πατσαβούρα πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκε να πάει να ρίξει μια ματιά κάτω στη μηχανη.Ανοιξε την βαρια σιδερένια πόρτα και έριξε μια ματιά πάνω στα σπειραγια. Ήταν ανοιχτα και έφερνε κάμποσο φως κατω.Κατεβηκε την πρώτη γραδελαδα και μετά αναξε τον φακό του. Οι μπαταριές ήταν καινούργιες και κατέβαινε με σιγουριά στην παρακάτω γραδελαδα. Στα πανιολα εκουγονταν ηχηρά τα βήματα του και τα μηχανήματα μοιάζαμε σαν ήταν στοιχειωμένα. Κατέβηκε μέχρι κάτω και τράβηξε πίσω προς τον λακκο.Ηταν σχεδόν στεγνός –πρέπει να την είχε κάνει την κουτσουκέλα του το βραδύ ο Μανετας και να είχε αδειάσει τις σεντινες καμιά εικοσαριά ποντους.Αυτος τα κατάφερνε καλυτέρα με τις μασινες-έβαζε μπρος και την ,emergency γυρναγε που και που την μηχανή στον κρικο,εβαζε αέρα στις μπουκαλες,δουλευε τις βάνες της θάλασσας ,μήπως και βρεθεί ξαφνικά κανένας ναύλος και τρεχανε τελευταία ωρα.Τραβηξε προς τα πάνω πέρασε δίπλα από τα χειριστήρια –ο τηλεγραφος ειχε μείνει στο finish with engines –και ένα κουτάκι coca cola που είχαν μετατρέψει για σταχτοδοχείο ήταν γεμάτο αποτσιγαρα.Ειχαν μείνει από το τελευταίο stand-by .Όλα τα μανόμετρα έδειχναν μηδέν –θύμιζε θάλαμο εντατικής όπως έλεγε ο Μανετας…. Έριξε το φως του φακού πάνω σε ένα μικρό μαυροπίνακα που είχε μείνει γραμμένο με ένα τεμπεσίρι «H MHXANH ΣTON KΡIKO» .Το είχε γράψει μόλις φουντάρισε για τελευταία φορά στη ράδα ο δεύτερος ο Μαστρο Μαρκελος.Μαστορας με όλη τη σημασία της λεξης.Εξυπνος,ζβελτος και αεικινητος.Πρωτος στην πατεντα,με αυτόν δεν φοβούσουνα ποτέ μην μείνεις καραβοφαναρο.Μονο που μιλαγε τόσο γρήγορα και με μια Πολίτικη προφορά που τι πιο πολλές φορές τα έλεγε δυο και τρεις φορές μέχρι να τον καταλάβεις μ.κ τον έλεγε Τζιβαέρι …..Πέρασε δίπλα και από τα delaval που βρωμάγανε πετρέλαιο-όλα εντάξει και εκεί –Οι σωλήνες πατροναρισμένες με τρισιλιο-κορντομπον και plastic steel, όλα μια χαρά δεν έσταζε καμμια.Περασε δίπλα από την καζανιερα –το δοκιμαστήριο για τα μπεκ-τα καπάκια της μηχανής και Ανέβηκε τις σκάλες προσεκτικά –ήταν ο μόνος του φόβος μήπως γλιστρήσει καμιά φορά και ποιος τον βρίσκει μέχρι την άλλη μέρα που θα έρθει ο Μανετας-και βγήκε πάλι στον αλουε,ικανοποιημενος ότι όλα ήταν μια χαρά. Έκλεισε με δύναμη την πόρτα –έτσι για να σπάει η ησυχία ,έσβησε το φακό του,τον έβαλε στην κωλοτσεπη και βγήκε στο ντεκ(Deck) να πάρει λίγο φρέσκο αέρα και να ξεκουραστει.Οσο και να ήταν καλοστεκούμενος οι γραδελαδες τον κούραζαν λίγο.
Εκείνη τη στιγμή περνούσε δίπλα του ένα ιστιοφορο.Ομορφο σκάφος με πλήρωμα άντρες και γυναίκες κρεμασμένες στα πανια.Του άρεσε πολύ να βλέπει ιστιοφόρα μα το μόνο που κατάφερε ήταν να πάρει μια μεταχειρισμένη ξύλινη βάρκα πεντάμετρη την Βασουλα όπως την είχε βαφτίσει. Έτσι λυγάνε την εγγονή του από την κόρη του την Δήμητρα που πριν ένα χρόνο τον έκανε και πάλι παππου.Ειχε τέσσερα εγγόνια από τα δυο του παιδιά . Τον Αλέξανδρο που σπούδασε στην Αγγλία Ναυπηγός και την Δήμητρα που έγινε δασκαλα.Δοξα το Θεώ χαλαλι οι φουρτούνες και τα ξενύχτια στις βαρδιολες-είχε φτιάξει μια καλή φαμίλια.
Κάνα μίλι παραπέρα κάπνιζε ένα κοντεινεραδικιο (container ship)καθώς φουλάριζε τις μηχανές του που μόλις είχε αφήσει τον πιλοτο.Στο βάθος φαινόταν ένα άχαρο αυτοκινηταδικο που ερχόταν για την Δραπετσωνα.Απο την άλλη μπαντα ένα μπονκεραδικο έδινε πετρέλαιο σε ένα μικρό τανκερακι και μια λάντζα ξεφόρτωνε κάτι στόρια (stores)σε ένα άλλο παραδιπλα.Τα πιο πολλά όμως έμοιαζαν να κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου. Τσιμινιέρες κάπνιζαν ελάχιστες και στο βάθος έξω από την Κοθλουρη ντάνες τα δεμένα Που άλλες εποχές …..Πέρασε δίπλα και μια ψαρόβαρκα με δυο γεροντάκια που γύριζαν από τσαπαρί από την Αίγινα.. Μια φορά πεσανε σε ένα κοπάδι από σαυρίδια και γέμισαν την βαρκα.Στο γυρισμό έτυχε να είναι έξω ο Μανετας ο ζήτουλας και άφησαν κάνα δυο κιλά για την Αννούλα και τους βατσιναναιους της.
Έχει βάλει λίγο αέρα από Νοτιά και μάλλον θα γύριζε ο καιρός .Ομ.κ κοίταξε γύρω γύρω τον ουρανό μα δεν είδε τίποτα σπουδαία σημάδια να τον ανυσηχουν.Τυφλα να έχουν οι καλύτεροι μετερεωλογοι.Πολυ σπάνια να πέσει έξω στις προβλέψεις του.Δεν φοβόταν τους καιρούς όταν δούλευε η μασινα μα στη ράδα τα πράγματα είναι διαδορετικα.Αμμα αρχίσουν και ξεσέρνουν οι άγκυρες και σου έρχονται καταπάνω οι πρύμες των διπλανών τότε μόνο τα ρυμουλκά σε σωνουν.Αποψε θα κοιμόταν ησυχος.Μπηκε μέσα πάλι και πήγε στην καμπίνα του να βάλει ένα πέτσινο μπουφάν γιατί σαν να κρύωνε λιγο.Αυτο το μπουφάν πόσες βροχές και χιόνα είχε αρπάξει στα φουνταρίσματα και στα σπατσαμεντα.Το είχε πάρει από την Οδησσό μαζί με ένα Ρώσικο καπέλο- αυτό με τα αυτιά και τι γούνα -και το πρόσεχε σαν τα μάτια του.Οταν φόραγε το καπέλο πάντα ερχόταν στο μυαλό του η κοκκινομάλλα Λιούντα που την είχε ερωτευτεί παράφορα. Λίγο ελιψε μάλιστα να την κουβαλήσει και στην Ελλάδα. Ήταν όμως μια τζεβουσκα κουκλα,αφρατη και πανηψυλη.Ετσι έμαθε και μιλαγε απταίστως τα Ρουσικά ο μ.κ –ήταν άλλωστε και η …απορία της γυναίκας του πως τα ομίλαγε τόσο καλα.Ολα κάτι του θύμιζαν εκεί μέσα και πέρναγαν οι ώρες με αναμνήσεις και αναστεναγμους.Δεν ήταν και λίγα τα χρόνια που ταξίδεψε με την Αννούλα -10 ολόκληρα χρόνια σε τέσσερα μπαρκα.Μονο το τελευταίο ήταν μικρό ενάμισι χρόνο γιατί το δεσανε το καράβι ανάθεμα τους.Αλλα και τώρα ακόμα δεν λέει να το αποχωριστεί. Μια μέρα που άκουσε ότι θα το πάνε για κόψιμο στο Πακισταν,εκλεγε όλο το βραδύ σαν μικρό παιδι.Δεν θα το αντέξω αυτό έλεγε –Δεν ήθελε να το πιστέψει. Ευτυχώς δεν ακούστηκε πάλι κάνα τέτοιο και σταυροκοπιότανε.
Μετά άνοιξε την κίτρινη τσάντα από δέρμα, μάλλον- καρτόνι αλλά κάλο καρτόνι όπως λεγανε οι ντοποιο- που είχε πάρει από ένα μπομποτη στο Πορτ σαιδ.Τι να πρωτοθυμηθεί από αυτούς τους αγαθιάρηδες και καλόκαρδους μικροπωλητές τα χασανακια όπως τα λεγανε.Ανεβαινανε πάνω στο βαπόρι λογής λογής ανθρωπακια,μικροπωλητες,ραφτες,κουρεις,τσαγκαριδες,ταχυδακτυλουργοι,να προλάβουν να πουλήσουν ότι μπορούσαν με το πέρασμα του κομβοι.Τι πλάκα γινόταν με δαύτους με τα σπασμένα Ελληνικά και τα πειράγματα των Ελλήνων αδελφών όπως έλεγαν τους Ελληνες.Γεια σου καπετάνιο θερμαστή – ξεχνιούνται αυτά- Έχω πουτσα κόκκινο παρά μανταμα ,παντελόνι κοντομάνικο και τόσα αλλα.Ο μ.κ τους έκανε χοντρές πλάκες ,ήταν η καλύτερη του όταν πέρναγαν από εκεί. Είχε μαζέψει καμιά εικοσαριά Κολοπατρες και τις χαριζε σε ολο το χωριο όταν ξεμπαρκαριζε λεγοντας τους και μια ιστορια από αυτους.Εβγαλε μέσα από την τσάντα ένα μεγάλο ταπερ γεμάτο μέχρι επάνω με φασολάδα φτιαγμένη από τα χέρια της κυράς …….Εκεί έτρωγε μέχρι που να σκάσει μιας όπως έλεγε τα ψάρια είναι κουφά και δεν ακούνε τα κανόνια. Άντε να τρομάξει κάνα γλαρος.Πιο κάτω τυλιγμένο σε ένα λεπτό χαρτί μια ολόκληρη φρέσκια φρατζόλα από τον Φούρνο του Κακουλά που ήταν δίπλα στο σπίτι τους. Μέσα σε μια σακούλα πλαστική καμιά δεκαριά πατάτες από την Λαμία του μπάρμπα του από το σοι της γυναίκας του,δυο τρεις ντοματες,ένα κρεμμύδι και πέντε έξι πορτοκάλια από μια πορτοκαλιά που είχαν στο εξοχικό τους στη σαλαμινα.Και κάτω κάτω ένα μικρό σακουλάκι που ούτε ήξερε τι ητανε.Το άνοιξε και τότε θυμήθηκε πως του είπε η γυναίκα του πως θα έβαζε και κάνα δυο καρβουνάκια και λίγο θυμίαμα από το Μοναστήρι του Αϊ Νικόλα για να θυμιάσει λίγο μια και ήταν προτομηνια.Με ευλάβεια το έβαλε δίπλα στο θυμιατήρι που είχε φτιάξει μόνος του ο μαστρο Δήμος ο τρίτος μηχανικος.Ηταν ο πιο θρησκευόμενος στο βαπόρι. Είχε φτιάξει για όλους στο τόρνο κάτι φανταστικά θυμιατήρια και κηροπήγια από ατό φιο μπρούτζο μαστρο Δήμος δεν έβριζε ποτέ τα θεια σαν τον κεφαλλονίτη ναύτη τον Διονύση που με το παραμικρό τους κατέβαζε όλους κατω.Μα και ο μ.κ ήταν θεοφοβουμενος.Τις γιορτές πήγαιναν με τον Μαστρο Δήμο στο καπνηστηριο,αναβαν τα θυμιατήρια τους και έψελναν κανένα τροπάριο και ότι ψαλμωδία τους έρχονταν στο μυαλό. Μάλιστα μερικοί τους λεγανε ο Παπας ( Μαστρο Δήμος ) και διάκος ( Κωνσταντής). Ο μαστρο Δήμος είχε ένα γιο και τον προξένευε για την κόρη του αλλά δεν έδεσε το γλυκό και τελικά δεν γινανε συμπέθεροι όπως θελαν και οι δυο.Ο άλλος τρίτος ο Μαστρο Θανάσης ήταν τελείως διαφορετικός. Γυναικάς και απενταρος.Καθε λιμανι και καυμος κάθε καυμος και δακρυ. Αλλά ατσίδας στη δουλειά του-ειχε δίπλωμα πρακτικού μηχανικός και ήταν ειδικός στα πατροναρίσματα και τα μπετα. Όταν έσπαγε καμιά σωλήνα τις χαρές που έκανε .Και στη βαριά ο πρωτος.Κελαιδουσε στα χέρια του σαν έλυνε τα παξιμάδια στα καπάκια της μηχανης.Δεν έχανε καμιά ριξιά ούτε φοβόταν οι λαδάδες μην φάνε καμιά ξώφαρτσα όπως μια φορά ξέφυγε του Σωτήρη του ντεημανη(Dayman)
Κάθε τι εκεί μέσα του θύμιζε και μια ιστορία .Στιγμές χαρας,κεφιου,μπονατσας και φουρτούνας αναμνήσεις που όλες του έφερναν μια μελαγχολία για τις κακές που δεν ήθελε να τις ξαναζήσει αλλά και για τις καλές που δεν θα ερχόταν ποτέ πια ξανά. Οι ώρες περνούσαν γρήγορα πάρα την μοναξιά του και το στομάχι του ήταν το πρώτο που του θύμισε πως ήταν η ώρα δώδεκα. Δεν έχανε ούτε λεπτό. Τόσα χρόνια μέσα στα καράβια το ωράριο αυστηρό 12.00 το μεσημεριανό φαγητό ,πέντε το βραδινό. Για τους στεριανούς ακούγετε παράξενο το βραδινό των πεντε, μα στα καράβια είναι νόμος. Πρέπει να τα μαζέψει οι καμαρότοι και ο μάγειρας και να ξεκουραστούν και αυτοι.Στις έξι η ώρα η κουζίνα είναι τελειωμένη και έτοιμη για άλλη μέρα το πρωινο.Τραβηξε προς την ρεσπετζα και ετοιμασε σε ένα ξυλινο δισκο το μεσημεριανο φαγητο. Έριξε την φασολάδα σε ένα βαθύ πιατο,εκοψε στα τεσσερα με ένα κουζινομαχερο το κρεμμυδι,χοντροκοψε δυο ντομάτες έβαλε σε ένα μπολ καμιά δεκαπενταριά ελιές και τα ακούμπησε στο τραπέζι των Αξιωματικών στη θέση που καθόταν πάντα εδώ και τόσα χρονια.Ξαναπηγε στην ρεσπεντζα γέμισε ένα νεροπότηρο κρασί και ξαναγύρισε στη θέση του έτοιμος για την ιεροτελεστία του μεσημεριανού φαγητου.Εκανε το σταυρό του ευλαβικά όπως συνήθιζε πάντα να κάνει σιγοψιθύρισε μια μικρή προσευχή και ξεκίνησε με το κρεμμύδι. Έτρωγε με αργές κινήσεις το φαγητό του και το βλήμα του τριγύριζε γύρο σε όλα τα τραπέζια . Στο βάθος ήταν το τραπέζι του καπετάνιου και του Μηχανικού. Έρχονταν συνήθως και οι δυο μαζί και μέχρι να τους σερβίρει ο καμαρότος πιάνατε τη γρυνα. Ο καπτα Διονύσης γκρίνιαζε να ανοίξει καμιά στροφή παραπάνω για να μην χάσουν το κατσελο ( cancel date ) και ο Μαστρο Βαγγεληε παραπονιόταν πως δεν μπορούσε γιατί η μηχανή σήκωνε καυσαέρια καπετάνιος ήταν καλοφαγάς και συνέχεια έβρισκε κάτι να πει στο μαγειρα.Ποτε για το ψήσιμο πότε για το αλάτι πότε για τη σάλτσα και ο μάγειρας το έπαιρνε κατάκαρδα. Ο μ Βαγγελης ήταν ο καλός ο μύλος δεν είχε παραπονεθεί ποτέ ,φτάνει το πιάτο του να ήταν γεμάτο μέχρι επάνω.
Ο Κωνσταντής συνέχιζε να τρώει αργά χτυπώντας τα χείλια του δυνατά κάτι που εκνεύριζε τον τρίτο μηχανικό μια και η θέση του ήταν ακριβώς απέναντι τούδε του το είχε πει ποτέ αν και ο Κωνσταντής το καταλάβαινε από τις γκριμάτσες του. Άλλωστε ήταν καμιά δεκαριά χρόνια ποιο μεγάλος και κάπως τον σεβότανε πάρα πάνω . Ήταν άλλωστε ο πιο μεγάλος μες το καράβι .Ξεκίνησε σαν ναύτης έγινε λοστρόμος ένα φεγγάρι έκανε τον θερμαστή και πριν πέντε χρόνια τον κανανε και Αξιωματικο-Ανθυποπλοιαρχο.Εκεινη την ημέρα δεν θα την ξεχάσει ποτέ την μέρα που τον φώναξαν Καπτα Κωνσταντή. Τις πρώτες μέρες δεν μπορούσε να το συνηθίσει και εστανοτανε άβολα . Μετά όμως καμάρωνε και ένοιωθε πραγματικά Αξιωματικος.Εδινε απλόχερα στους άλλους την εμπειρία του και σεβόταν τους ανωτέρους ασχετωςτην ηλικία τους.Εκει που τα έφερνε λίγο σκούρα ήταν με τα Αγγλικά αλλά στο τέλος τα κατάφερνε και όλα πήγαιναν μια χαρά.
Τέλειωσε το φαγητό του ήπιε όλο το κρασί και τράβηξε ένα ρέψιμο χωρίς να φοβάται να τον ακούσει κανεις.Τραβηξε λίγο πίσω την καρέκλα του και άναψε μια τσιγαρια για να αποτελειώσει την απόλαυση του. Κάποτε κάπνιζε δυο με τρία πακετα,ειδικα όταν είχε θάλασσα και δεν μπορούσε να κοιμειθει,τωρα όμως θες ο γιατρός που τον φόβισε θες η γκρίνια της γυναίκας του το είχε περιορίσει αρκετα.Πανω στο τραπέζι ήταν ένα χοντρό μεγάλο τασάκι διαφημιστικό που το είχε φέρει ο Χρήστος ο τσιγαρας από την Αμβέρσα.
Όταν έφερνε τα μπαξια (boxes) με τα τσιγάρα έφερνε τασακια,αναπτηρες, και τα περίφημα ημερολόγια με τις γυμνές του Μalboro.Ένα τέτοιο είχε ξεμείνει στη ρεσπετζα με τελευταία τσεκαρισμένη την ημερομηνία που φούνταραν στη ράδα του Πειραια.Ηταν 10-09-82 και στοι ιλοθσταρσιον φύλλο ποζάριζε μια πανέμορφη κοπέλα με μακριά ξανθιά μαλλιά και πλούσιο ακάλυπτο στηθος.Στο επίμαχο μέρος που ελάχιστα καλυπτόταν από ένα δαντελωτό εσώρουχο, ένα καμαρωτακι είχε γράψει τη λέξη ΛΑΒ από το Αγγλικά LOVE . Έτσι το άκουγε έτσι το έγραφε. Αυτό το καμαρωτακι ήταν από ένα ορεινό χωριό της Β.Ελλαδας και ούτε και αυτό ήξερε πως βρέθηκε στα βαπόρια. Το μόνο ήξερε καλά ήταν το ξερνοβολητο που έριξε το πρώτο ταξίδι που έκανε ,που ήταν μια περατζαδα από το Vancouver στη Nahodka.Χτυπαγε το κεφάλι του στους μπουλμεδες (bulkheads)από την απελπισία του και μια φορά ήταν έτοιμος να πηδήξει από τα ρέλια (rails) στην θαλασσα.Μα αυτό ήταν άλλο μετά έγινε θαλασσόλυκος και σερβίριζε τα πιάτα χωρίς να του χύνεται σταλιά έξω όσο και αν μπονταζαριζε το βαπόρι Κωνσταντής το αγαπούσε ιδιαίτερα και πάντα τον συμβούλευε σαν έβγαινε έξω στα λιμάνια να έχει μαζί του προφυλακτικά και κάνα δολάριο παραπάνω μην ξεμείνει και έρθει με τα πόδια Ντινουλης όπως τον έλεγαν ήταν ο ποιος μικρός μες το καράβι και σαν προτομπαρκος έπρεπε όλοι να τον προσεχουν.Ειχε μάθει να φτιάχνει σπέσιαλ ελληνικό καφέ και ήξερε για όλους τα γούστα τους , Βαριεις,γλυκοθε, με .χωρίς κανονικός καφετζής.
Είχε πάει μια η ώρα και ο κκ μάζευε τα απιατα τα ποτήρια τα έβαλε στο δίσκο και τα πήγε στην Κουζίνα. Τα έπλυνε όλα και τα έβαλε Πόλυ στη θέση τους νοικοκυρεμένα και καθαρα.Δεν άφηνε τίποτα για μετά .Έτσι είχε μάθει από μικρός .Το μετά έλεγε είναι για τους ντεμπελιδες…Πηρε το δεξιό αλλουε για να πάει στην καμπίνα του λίγο να ξεκουραστεί Πέρασε έξω από την καμπίνα του μ. γ τον Κολονιτσα όπως τον αποκαλούσαν οι συνάδελφοι του. Και ο λόγος τα μπουκάλια με την old spice που χαλαγε όταν ετοιμαζοτανε για εξοδου . Ήθελε να μοσχοβολάει και να μην μυρίζει ίχνος πετρελαιιλα. Το έπαιζε και δουν Ζουάν έξω στα κοριτσια.Τα κερναγε με το παραπάνω τους και συχνά γύριζε μέσα απένταρος. Όλο στα δανεικά ήταν μα ποτέ δεν τα ξεχναγε τα δώσει πισω.Ειχε ένα τεφτέρι και τα έγραφε μην ξεχάσει κανένα και γίνει ρεζιλι.Μια ζωή ερωτευμένος στα λιμανια,μια ζωή γυναίκες περιπετειες.Οταν ομίλαγε για τις κατακτήσεις του πίστευε πως ήταν μαχαραγιας.Ειχε και ένα άλμπουμ μαζί του με ένα σωρό φωτογραφίες από τις εφήμερες κατακτήσεις του. Κάτω από κάθε μια είχε γράψει τα ονόματα τους και σε μερικές ακόμα και βαθμολογίες 8-9-10 -10¨.Οταν έπινε κανένα ουισκακι παραπάνω το άνοιγε και έλεγε για κάθε μια την ιστορία της .Πρώτη πρώτη είχε μια Βραζιλιάνα από το Porto Alegre την Λεγανε Ρενατα και της είχε βάλει 1ο με τονο.Ειχε και μια Ρωσιδα από την Οδησσό και αυτή τα ίδια 10 με τοννο.Δεν είχε πέσει κάτω από 8.Οι κουκλαρες μου έλεγε και τα μάτια του βούρκωναν.
Προχώρησε μέχρι την καμπίνα του και μπήκε μέσα ανοίγοντας άτσαλα την πορτα.Πεταξε το μπουφάν του πάνω σε μια ξεφτισμένη πολυθρόνα , έβγαλε τα χοντροπάπουτσα του και ξάπλωσε στο κρεβάτι του πάνω από τις γκριζοκίτρινες κουβερτες.Εβγαλε ένα αναστεναγμό ανακούφισης και τέντωσε τα πόδια του μέχρι την άκρη του κρεβατιού. Πηρέ από το κομοδίνο ένα περιοδικό και το ξεφύλλισε σχεδόν σε ένα λεπτό. Το πέταξε με μια κίνηση αηδίας στο πάτωμα και άνοιξε το αγαπημένο του τρανζιστορακι στην διαπασον.Ηταν η ώρα που εκείνος ο σταθμός έβαζε λάτιν μοθσικη.Η μουσική που το ταξίδευε στις αγαπημένες πατρίδες οπό έλεγε. Κούβα-Ποερτο Ρίκο –Ρίο-Μπ. Άιρες και βαλε. Κορμιά να στροβιλίζονται σε ρυθμούς που σε μεθανε ,πόδια να μπλέκονται μέσα στα δικά σου σε αργεντινικα ταγκό και σαμπες Βραζιλιανικες στα καρναβαλια.Τα είχε ζήσει όλα ,μα ποτέ δεν τα χόρτασε ……Κάθε τραγούδι και χιλιάδες αναμνήσεις . Ωραία χρόνια αλλά πάνε πέρασαν και τώρα η θύμηση η νοσταλγία που τον κρατεί ζωντανό.
Χαμήλωσε τον ήχο και μέσα σε λίγα λεπτά ροχάλιζε σαν την …….. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και γύρισε από την άλλη πλευρά .Έριξε πάνω του μια λεπτή κουβερτούλα και συνέχισε να ροχαλίζει μέχρι τις τρεις πάρα τέταρτο. Η ώρα του coffee time .Κοίταξε το ρολόι του σιγουρεύτηκε ότι πάει καλά και σηκώθηκε απότομα .Έριξε πάνω του το μπουφάν και γραμμή για την ρεσπεντζα και τον απογευματινό καφέ . Το ίδιο χαρμάνι το ίδιο φλιτζάνι οι ίδιες κινήσεις τόσων χρόνων . Αυτή τη φορά όμως δεν κάθισε στην τραπεζαρία όπως συνηθιζόταν όταν το καράβι είχε απαρτία. Τράβηξε έξω στην πρύμη κάθισε πάνω στο βιντσι,αναψε ένα τσιγάρο και η ματιά του χάθηκε στο βάθος της ραδας.Ειχε μια καθάρια ορατότητα και το βλέμμα του ταξίδευε μέχρι τα απέναντι βουνά της Πελοποννησου.Νομιζες ότι ήταν δίπλα μια δρασκελιά και θα έβγαινες να πας να μαζέψεις χόρτα. Ήταν η αγαπημένη του απασχόληση όταν ήταν ξέμπαρκος. Του άρεσε να μαζεύει χόρτα του βουνού και να τα τρώει με φρέσκα ψαριά που αγόραζε από την ψαραγορά του Πειραια,από ένα φίλο του Ψαρά που ο αδελφός του ήταν ναύτης σε κάποιο βαπόρι που είχαν κάνει μαζυ.Ολα στην πρύμη ήταν ήσυχα σαν να κοιμόταν το ύπνο του δικαίου. Μήτε η μπόμπα δούλευε μήτε οι κάβοι τριζανε και τα ιβιλαγια ήταν μπερδεμένα και πεταμένα ανάμεσα σε κάβους και συρματόσκοινα. Η σημαία όμως ανεβασμένη στο αλμουρακι κυμάτιζε περήφανα που τόσους τόπους γνώρισε και τόσα μάτια ξένων την είδαν και αναγνώρισαν -την Γαλανόλευκη σημαία της Ελλάδας και της Ελληνικής ναυτιλιακής ήταν λίγο ξεφτισμένη – έτσι είναι οι θαλασσινές σημαίες που κάνουν παρέα στα κύματα και τους αεριδες.Οταν έβλεπε άλλα καράβια με σημαίες Ελληνικές ξεπάτωνε την μπουρού στα σφυρίγματα και όταν έβλεπε πάλι τις σημαίες ευκαιρίας τα έβαζε με τους εφοπλισταδες.Του άρεσε να κάθετε στην πρύμη ειδικά όταν το βαπόρι είχε πέσει δίπλα στο ντοκο. Μια φορά στη Βεγγάζη είχαν πέσει δίπλα πρύμη με πρύμη με ένα σπανιολικο καράβι και έπιασε την κουβέντα με ένα καμαρότο από εκεί πέρα –τα ομίλαγε καλά τα Σπανιολικα ο Κ- και τον κάλεσε νε ερτηει μετα το βραδυνο φαγητο από το βαπορι του. Ο σπανιολος δεχτηκε μετα χαρας μας σαν τον ειδε από κοντα και την περπατησια του όπως κρατωσε τα ρέλια της σκάλας κατάλαβε τη ματσολια του. Δεν φαινόταν και από τους φανατικούς αντρες.Ειδε και έπαθε να τον ξαποστείλει πίσω. Και το κακό ήταν πως τομ επήρανε χαμπάρι και οι άλλοι και του κανανε χοντρή πλακά αλλά και με την πρώτη ευκαιρία του φώναζαν-κανα νέο από τον Σπανιόλο ?Όλα και όλα θα μπορούσα να πάω με την πιο άσχημη γυναίκα αλλά ποτέ με ένα μαρικον ελεγε.Οταν το σκαφτότανε φυσαγε και ξεφυσαγε σαν φάλαινα.
Έπινε αργά αργά τον καφέ του και ρουφαγε το τσιγαρο του απολαμβανοντας τη θέα γύρω του.Ποσες φορές είχε δει αυτό το τοπίο αλλά ποτέ δεν το χόρταινε θάλασσα δεν είναι ποτέ ίδια έλεγε ,οθτ τα συναφή ούτε οι ζωντανοί άνθρωποι ,μόνο οι πεθαμένοι όλοι μοιάζουν μαζί τους και έκανε τον σταυρό του.Βασικα φοβόταν τον θάνατο και σπάνια πήγαινε σε κηδιαιες.Καποτε πέθανε ένας λαδάς στο βαπόρι και αναγκάστηκαν να τον βάλουν στα ψυγεία και δεν μπορούσε να συνέλκει για πολύ καιρο.Θυμιθηκε τα καρβουνάκια και το θυμίαμα που είχε βάλει η γυναίκα του στην τσάντα και τράβηξε γρήγορα για την καμπίνα του. Είχε ξεχάσει να θυμιάσει το πρωί πάρα τις χτεσινο βραδινές υπενθυμίσεις της γυναίκας του.Εβαλε στο μπρούτζινο θυμιατήρι του μβ ένα καρβουνάκι το άναψε με τον αναπτήρα του και μόλις ξεντοθμανιασε η καπνα έριξε μπόλικο θυμίαμα και μοσχοβόλησε ο τόπος. Ξεκίνησε από την εικόνα του Αγ.Νικολαου στην καμπίνα του,περασε τον αλλοθε πήγε στην τραπεζαρία, ανέβηκε στην γέφυρα και τέλος βγήκε στην βάρδια και το άφησε να ξεθυμάνει και να το σκορπίσει το αεράκι σε όλο το βαπορι.Καθησε για λίγο στη βαρδιολα ακούμπησε απαλά πάνω στη διόπτρα σαν να την αγκάλιαζε στοργικά και έφερε στο μυαλό του διοπτεύσεις από φανάρια γνώριμα και κάβους φουρτουνιασμενους.Τοθ ήρθαν στο μυαλό του τα λόγια του Καβδια που ελεγε πως είναι της Ινδιας τα φαναρια παρξενα και δυσκολα τα βλεπεις.Βροχες,αερας,μποτζαρισμα έπρεπε η διόπτευση να ήταν σωστή γιατί τότε αυτά ήταν τα μέσα για ένα καλό στιγμα.Πηρε το δρόμο του γυρισμού και κατέβηκε πάλι στην καμπίνα του . Μοσχομύριζε λιβάνι και δροσερό αεράκι .Πήρε το λαδοφαναρο –τη γιαμαχα όπως έλεγε στους έξω φίλους του-το γέμισε πετρέλαιο και κούρεψε το φυτίλι να είναι έτοιμο για το βραδύ. Έπρεπε με αυτό να περάσει όλη τη νυχτα.Δεν δούλευε καμιά ηλεκτρική και το βράδυ ήταν μια αγριάδα. Ο μανετας που και που έβαζε την εμεργενσυ μα για να πάρει αυτή μπροστά σου έβγαινε η πιστη.Ομ.κ προτιμούσε το λαδοφαναρο και εκείνο το βράδυ είχε αρκετή φεγγαράδα –άλλωστε είχε συνηθίσει το σκοτάδι και από τις βάρδιες που έκανε στη γέφυρα τόσα χρόνια. Τράβηξε και προς την πλωρη,τσεκαρισε το φανάρι της αγκυροβολίας να είναι έτοιμο για το βράδυ και γύρισε προς τα πρυμα.Κοντευε πεντε αλλά ακόμα ο Ήλιος φώτιζε αρκετά. Ήταν ακόμα τέλος καλοκαιριού και ο Ήλιος αργούσε να δύσει αν και η μέρα είχε μικρύνει αρκετά ράδα είχε αρκετή κίνηση κυρίως από ποσταλακια,δελφινια ,ψαρόβαρκες ,λάντζες και μοτορσιπ.Αυτα τα κίτρινα ρώσικα δελφίνια που πέρναγαν μουγκρίζοντας και πετώντας κυριολεκτικά πάνω από τα κυματα,τα κοίταζε και συλλογιζόταν πως άλλαξαν τα χρόνια από τότε που ήταν μικρός και μάθαινε να τραβά κουπί στη βάρκα του θειου του αλλά και τα πρώτα λιμερτυ με τα 8 μιλακια τους.Ειχε κάνει με ένα καναδεζικο τέτοιο ένα φεγγάρι θερμαστής αλλά δεν άντεξε το φτυάρισμα του κάρβουνου και τη ζέστη στο στοκολο.Τον είχε πειράξει στο αναπνευστικό και γύρισε πάλι στην κουβερτα,όπως ξεκινησε.Αλλωστε αν δεν έκανε αυτό πως θα γινόταν καπτα Κωνσταντής. Δεν του άρεσε το μαστρο Κωνσταντής άλλωστε ένοιωθε κλειστοφοβία όταν βρισκόταν στο μηχανοστάσιο και τοθ ερχόταν στο μυαλό ότι βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θαλασσας.Ενας θερμαστής από τον Πειραιά μάλιστα είχε πεθάνει μπρός τα μάτια του από καρδιακή προσβολή ένα μεσημεριανό αφόρητης ζέστης στο Περσικό κόλπο την ώρα που έκανε εκαπνισμο στο καζάνι .Αυτό του είχε στοιχίσει πολύ και έκανε πολύ καιρό να το ξεπεράσει.
Η ράδα λίγο λίγο άρχιζε να παίρνει μια άλλη μορφή σαν άρχιζε σιγά σιγά να σοτεινιαζει.Τα βουνά τις Αίγινας χανόταν στον ορίζοντα και τα βαπόρια μιαζανε με μακρόστενες ξεθωριασμένες φιγούρες .Ήταν η ώρα που έπρεπε να ανάψει τα πετρελαιοφαναρα της σγυροβολιας ,το» καντήλι του ύπνου» όπως το έλεγε χαριτολογοντας.Τραβηξε κατά την πλώρη πάνω στο σκουριασμένο ντεκ προσέχοντας μήπως παραπατήσει πάνω σε καμιά ανθρωποθυρίδα και ποιος θα τον γιατρέψει εκείνη την ώρα. Άνοιξε προσεκτικά την πόρτα του φαναριού και με ένα αναπτήρα Ronson που του είχε κάνει δώρο ένας σιπσαντης στη Νέα Υόρκη αναξε με την πρώτη το φυτιλι.Σιγοθρευτηκε ότι όλα ήταν καλά έκλεισε το φανάρι και σιγοψιθύρισε. Άντε καλό ξημέρωμα και πρόσεχε μη σβήσεις πριν ξημερώσει και πέσει κανείς πάνω μας και στραπατσάρει καμιά μάσκα καιρός ήταν καλός , το σουελ είχε κόψει , τα σημάδια μια χαρά και ο Κωνσταντής ικανοποιημένος γύρισε πρίμα. Είχαν αρχίσει και οι άλλοι συνάδελφοι καντηλανάφτες να ανάβουν τα φανάρια των διπλανών βαποριών και στο βάθος φαινόταν τα φανάρια της μπούκας του λιμανιού να αναβοσβηνουν.Σιγα σιγά φάνηκαν και τα φώτα του Πειραιά και των γύρω περιοχών και όλα πια ήταν έτοιμα για την νύχτα που ερχόταν και ήταν τόσο μακριά για τον Κ.Κωνσταντη. Την μέρα όλα κυλούσαν πιο γρήγορα μα η νύχτα ήταν ατελειωτη.Δεν μπορούσε να κοιμηθεί νωρις,μα και στον ύπνο του συνέχεια στριφογύριζε , σηκωνόταν κάνα δυο φορες,εριχνε μια ματιά από το φινιστρίνι και στις έξι το πρωί είχε πάντα ξυπνησει.Ολα τα κακα μα και τα καλά ερχόταν στο μυαλό του μέσα στη μοναξιά και το σκοτάδι και δεν μπορούσε να ησυχάσει. Μες την καμπίνα του είχε ένα μικρό λαδοφαναρο θύελλας και δεν το έσβηνε όλο το βράδυ. Μόνο το χαμήλωνε λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος και το ένοιωθε παρέα στον απέραντο σκοταδι.Οταν καμιά φορά είχε σοροκάδα και το βαπόρι μπαντάριζε γερά δεν το άναβε καθόλου μην τυχόν πέσει κάτω και πάρει καμιά φωτιά και καεί το βαπόρι ολόκληρο και αυτός μαζί .Είχε πάντα όμως στο προσκέφαλο του τον αγαπημένο του φακό που δεν τον αποχωριζόταν ποτέ ούτε ξύπνιος ούτε κοιμισμένος .Το κινεζάκι μου τον έλεγε γιατί ήταν κίτρινος και του θύμιζε τους Κινέζους που τόσο πολύ όμως θαύμαζε. Και που δεν ειχε παει στη Κινα.Μια φορα στον Τσινκουανγατο επι Μαο τους πηγανε εκδρομη στο Σινικο τειχος και ειχε μεινει ενδουσιασμενος με αυτό το φοβερο εργο.Το ελεγε και καμαρωνε λες και το εχτισε ο ιδιος.Του αρεσε να ψωνιζει Κινεζικα τραπεζομαντηλα και αλλα μεταξωτα ειδη , μινιατοθρες από παγοδες , πινακες και ένα σωρο διαφορα αλλα ειδη , για την πρικα της κορης του που σε κάθε ευκαιρεια μιλαγε με τοση αγαπη για αυτή. Για αυτή θαλασσοπνυγουμε ελεγε και αλοιμονο αν κακοπεσει σε κανενα τεμπελη αντρα. Η Κινα για αυτόν ηταν ένα μηστυριο πολιτισμου και κουλτουρας.Ειχε επισκεφτει Βοθδιστικα μοναστηρια και ναους, εστιατορια ,φτωχογυτονειες , καρναγια και γενικα του αρεσε να μαθαινει για αυτους τους λαους ,την ιστορια τους ,τις συνηθειες τους και τις ιδιατεραιτητες τοθυς. Όσο για το φαγητό τους ήταν φανατικός λάτρης και ήξερε να τρώει με τα ξυλαράκια τελεια.Τις γυναίκες τους όμως δεν τις πήγαινε και τόσο και γενικά όλες τις Ασιάτισσες με εξαίρεση λίγο τις Γιαπονεζουλες.Οταν ήταν σχετικά νέος άλλωστε πέρασε κάτι αξέχαστες νύχτες σε κάποια σπίτια στη Οσάκα .Αλλά προτιμούσε τις Ευρωπαίες νταρντάνες και Βραζιλιάνες μαυρουκες.Αλλα και στο Μπανγκόκ δεν είχε περάσει άσχημα κάτω από τα χεράκια της μασέρ με τα μακριά μαλλιά που έφταναν μέχρι την μέση της.Σαν ναυτικός είχε και αυτός τις εμπειρίες του μέχρι που παντρεύτηκε την γυναίκα του την κ..Κούλα. Αυτή έλεγε δεν την απάτησε ποτέ αλλά και σταυρό δεν φυλαγε.Του άρεσε να βγαίνει έξω σε κανένα μπαρ με παρέα να πίνει πάντα Ξjoney waker kokkino με πάγο και να χορεύει ζεμπέκικο που όλοι τον παρεδεχονταν.Γεμιζε την πίστα με την λεβεντιά του και τις φιγούρες του και στα Ελληναδικα γινόταν χαμός από πιατα.Και όταν ψιλοσουρωνε τον πιανανε τα δακρυα και αναπολουσε πότε θα γυρίσει στην πατρίδα για να χορέψει τα νησιώτικα τον Δεκαπενταύγουστο στο νησί του.Οταν ήταν με το ανθυποπλοίαρχο τον καπτα Λάζαρο τότε γινόταν χαμος.Ηταν και αυτός χορευτής καλός από την Κάσο και συνομήλικοι και θα ξεκαρδιζόταν στα γέλια από τα καλαμπούρια η θα σκούπιζαν τα δάκρυα τους από συγκίνηση. Ο καπτα Λάζαρος ήταν τύπος που του άρεσαν οι ιστορίες και ήξερε πάρα πολλές μα ποιο πολύ ηχερε πώς να τις λέει –Νόμιζες ότι έβλεπες ταινια.Μπορουσε να ξημερώσει και να ακόμα να μιλεί χωρίς να τον βαρεθείς. Είχε διαβάσει πολλά βιβλία και του άρεσε πολύ ο Καββαδίας δικός μας άνθρωπος έλεγε ,μα δεν έπρεπε να γίνει μαρκονης ,αυτοί όλοι είναι λωλοί. Και φούντωνε ο ασυρματιστής ο Μιχος που το παίρνε σαν προσβολή γιατί όλοι σχεδόν λεγανε τους μαρκονηδες λωλαμένους από τα μπιπ μπιπ και τα παράσιτα του ασύρματου. Και εδώ που τα λεμέ ο Μιχος ήταν λίγο στον κόσμο του. Με το μαλλί αλλά Αϊνστάιν ,ψηλός σαν λέλεκας και μάτια που πετάριζαν αλλόκοτα είχε το κάτι τις όπως έλεγε ο κ. Κωνσταντής. Ήταν όμως στην δαυλιά του αετός δεν έχανε γράμμα όσα και παράσιτα να είχε και έπιανε το Αθήνα ράδιο για να μιλήσει ο Κόσμος όση ώρα και αν χρειαζόταν να περιμενει.Μες τον ασύρματο είχε κρεμάσει μια φωτογραφία της μάνας του που την κουβαλαγε σε όλα τα βαπόρια μαζί του .Πάνω της είχε γράψει «Μάνουλα σαν αγαπώ και μην κλάψεις σαν πνιγώ.»Είχε παθολογική αγάπη μαζί της ,δικαιολογημένα γιατί είχε ορφανεύει όταν ήταν μόλις 5 χρονων.Τις έγραφε σχεδόν καθημερινά γράμματα και ήταν ο πρώτος που έτρεχε στο ταχυδρομείο μόλις έφτανε το πλοίο στο λιμανι.Καποιες φόρες τα έδενε στον πράκτορα μόλις πρατιγάριζε το βαπόρι για να μην καθυστερήσει καθολου.Ηταν ξεναγός σε κάθε μέρος του κόσμου μια και ο ασύρματος έκλεινε στα λιμάνια και ουσιαστικά ήταν ο μόνος που δεν είχε δουλειά να κάνει στο λιμανι.Ετσι σουλατσάριζε μες τα πόδια του κόσμου η την κοπαναγε για τα μαγαζιά και να φέρει τις πληροφορίες για την βραδινή διασκέδαση.
Σκοτείνιασε για τα καλά και το φεγγάρι ήθελε ακόμα καμιά δεκαριά μέρες για να γίνει πανσέληνος κκ πήρε μια χούφτα αιγινικα φιστίκια τα έριξε μες την βαθειά τσέπη του παντελονιού του,κρεμασε το τρανζιστορακι στο λαιμό ,τσεκάρισε αν είχε το πακέτο αρκετά τγιγαρα,αναξε τον φακό του και ξεκίνησε να ανεβαίνει προς την γεφυρα.Τα βήματα του ακουγόταν δυνατά μέσα στην απέραντη σιωπή της νύχτας καθώς ανηφόριζε για την βραδινή βεγγέρα φακός εφφεγε δυνατά και η δέσμη προβόδιζε τα κουρασμένα πόδια του.Περασε μέσα από το τσαρτ ροομ ,έφεξε λίγο το χάρτη με το στίγμα του τελευταίου φουνταρίσματος της ράδας και μπήκε στη γεφυρα.Δεν ήταν κανείς εκεί …..Εκεί που κάποτε ο καπτα Νικόλας κάρφωνε τα μάτια του μια στο ραντάρ και μια στο πέλαγος και έδινε οδηγίες στο Φιλιπινεζο ναύτη τον Ραντι .Ο καπτα Νικόλας χρόνια καπετάνιος στα τζενεραλαδικα ήταν ο πιο ιδιότροπος καπετάνιος που είχε ποτέ συναντήσει σε βαπόρι. Δεν εμπιστευόταν σχεδόν κανένα και ήθελε να τα κάνει όλα σχεδόν μόνος του.Το μεσημέρι έκανε το μάθημα για το στίγμα με πολλή προσοχή και κατέβασε με σταθερό χέρι τον ήλιο με τον εξάντα που τον πρόσεχε σαν τι και δεν άφηνε κανένα άλλον να τον αγγιξει.Ηταν το παράπονο του κ.κ γιατί και αυτός ήταν καλός σκοπευτης.Ανησυχος τύπος ο κ.Ν και νευρικός και βλάσφημος .Και ποιος δεν τον φοβόταν όταν βερινιαζε και τα έβαζε με όποιον του πήγαινε κοντρα.Μονο τους αγίους δεν έπιανε ποτέ στο στόμα του.Ολους τους άλλους τους στόλιζε δεόντως .Πιλοτους,Πρακτωρες,μπονκεραδες,σιπσαντηδες,βιντσεριζες δεν ξεχώριζε κανενα.Και ήξερε να τους βρίζει όλους στην γλώσσα τους.Ηταν όμως και ο πρώτος μερακλής . Πρώτα τους έβριζε και μετά τους κερναγε τσιγαρο,καφε,ουισκι και ότι είχε κοντά του.Διπλα στην γέφυρα είχε μια μικρή ρεσπεντζα και πάντα άχνιζε μια κατσαρόλα με φαγητά που του άρεσε να μαγειρεύει μόνος του. Και στη βραδινή βάρδια 8-12 που ανέβαιναν στην γέφυρα ο πρώτος μηχανικός καμαρότος δόκιμος μαρκονης και όποιος άλλος είχε αϋπνίες του άρεσε να τους κερνά από μια δυο κουταλιές και να ακούει τα σχαρικια.Φανατικος καπνιστής τσιμπουκιού με άρωμα που νόμιζες ότι ακόμα πλανιέται στη γέφυρα φιλιπινεζος ναύτης ζαλιζόταν πιο πολύ από τον καπνό πάρα την φορτουνα.Αυτος είχε καταιβεβει από τις μπανανιές του χωριού του έλεγε ο κ.Κ και τώρα τιμονιάρει την Αννουλα.Ε δεν έκανε και πολλές παρατιμονιές ιδιαίτερα αν ήταν στη γέφυρα ο καπετάνιος. Ότι και να του έλεγες ,κάλο η κακο,μπραβο η τον έβριζες αυτός έλεγε yes captain .Kαι όταν ήταν σκαπουλος και κατέβαινε να φτιάξει τον καφέ του αξιωματικού τραγούδαγε ένα παράξενο σκοπό στα Φιλιπινεζικα που του δίνε στα νεύρα τουκ.κ
Έσυρε την σκεβρωμένη βαριά ξύλινη πόρτα και βγήκε στην Αριστερή βαρδιολα .Ξεκρέμασε το τρανζίστορ από τον λαιμό του και το κρέμασε πάνω στα ρέλια .Βρήκε ένα σταθμό με κάτι ρεμπέτικα τραγούδια και το έβαλε στην διαπασων.Ξαπλωσε σε μια παμπάλαια σεσλον από ατόφιο τικ και άρχισε να ξεφλουδίζει ένα φιστικί και να τα μασουλίζει αργά αργα.Κοιταξε επάνω στον ουρανό και ξεχώρισε αμέσως την μεγάλη και μικρή άρκτο και τον πολικο.Ειχε καθαρό ουρανό και ένοιωθε τόσο όμορφα. Όλα εκεί πάνω γνώριμα τα άστρα μου τον συνόδευαν στα ταξίδια του και τον βοήθησαν να βρει το στίγμα τους. Ο ανταρης ο Αρκτούρος , ο Βέγας όλα στη θέση τους . όπως τόσα χρόνια του κινάνε παρέα έτσι και απόψε λαμπίριζαν ανάμεσα στα τόσα αλλα.Ηταν ευχής έργο όταν είχε ανέφελες νύχτες είχε παρέα στα ατέλειωτα ταξίδια των ωκεανών αλλά και σίγουρο στιγμα.Χαμηλωσε αρκετά το ραδιόφωνο για να ταιριάζει με τις σκέψεις του και τον ήρεμο νυχτερινό οθρανο.Στη μπούκα φάνηκε ολοφώτεινο το ποστάλ που έφευγε για την Κρήτη .Κάπου εκεί κοντά ακουγόταν η μηχανή από ένα ρυμουλκό που έβγαινε στη έξω ράδα .Τυχεροί αυτοί που το περιμεναν,μαλλον θα πεφτανε διπλα σε κανενα ντοκο και θα ειχαν εξοδου αποψε.Πιος στη χάρη στα καμπαρέ της Τρούμπας και τα ξενοδοχεία του Περαια.Και αν ερχόταν από κανένα λογκαδο ταξίδι άντε να τους κάνεις ζαφτι.Τα έχε ζήσει αυτά ο κ.κ και του ερχόταν στις μνήμες του περασμένα μεγαλεία και αναστέναζε για τα νιάτα που φύανε και δεν γυρνάμε πια.Τοτε που το ξενύχτι ήταν ρουτίνα και η δουλειά παιχνιδι.Χρονια που το σώμα τους ήθελε ελάχιστες ώρες ξεκούρασης και ατέλειωτες ηδονης.Του ήρθαν πάλι στο μυαλό τα γλέντια και τα καμώματα της νύχτας στα λιμάνια και δυνάμωσε πάλι στο φουλ το τρανζίστορ ,που εκείνη τη στιγμή έπαιζε ένα βαρύ ζεϊμπέκικο του Μενιδιατη.Συκωθηκε από την σεσλον και άρχισε να παίρνει βόλτες μόνος του χορεύοντας σαν ξωτικό μέσα στη νυχτα.Σαν τέλειωσε το τραγούδι κατάλαβε πως τον είχαν πάρει τα ζουμιά και χρειαζόταν να ανάψει ένα τσιγάρο .Ρούφηξε δυο τρεις επανωτές ρουφηξιές και ηρέμησε απότομα όπως απότομα πετάχτηκε πριν από την σεσλον.Εκλεισε τελείως το ραδιόφωνο και έφαγε ακόμα μερικά φυστικια.Ακοθμπησε τρυφερά την διόπτρα με το χέρι τοθ σαν να χαιρετούσε μια κοπελιά και μπήκε πάλι στη γεφυρα.Πισω από τον τηλέγραφο ο Μανετας είχε μια μπαταρία αυτοκίνητου με ένα αυτοσχέδιο διακόπτη και μια 12βολτη λαμπα.Αυτος ήταν όλο πατέντες αλλά την δουλειά της την έκανε μια χαρά η λαμπίτσα .Την άναψε κοκ και η γέφυρα ας πούμε πως φωτίστηκε τουλάχιστον να βλέπεις να ανάψεις το vhf.Ήταν στο γνώριμο κανάλι 18 της βραδινής παρέας .Εκείνη τη στιγμή ομίλαγαν δύο Χιώτες βατσιμαναιοι με ένα Ανδριώτη Λοστρομο.Μιλαγαν για τα χωριά τους, τα έθιμα τους και ήταν απολαυση.Οι Χιώτες είχαν στριμώξει τον Ανδριώτη αλλά αυτός είχε πάρε τέτοια φόρα που λίγο έλειψε να κατεβάσει τον πάκτωνα και να πάει να τους παλκωσει.οΚ.Κ έχε κάνει με πολλούς Ανδριωτες και Χιώτες και ήξερε τα μέρη τους αλλά και τα χούγια τους πιο καλά από αυτουργών και δεν είχε πάει ποτέ οθτε στη Χίο όθε στη Άνδρο νόμιζε ότι γεννήθηκε εκει.Μπηκε και αυτός στη συζήτηση σε καπια στιγμή και τους ηρέμησε λιγάκι και μετά πιασαν όλοι μαζί το κουτσομπολιό για κοινούς γνωστούς και παλιές ιστοριες.Και τα τσιγάρα δίναμε και πέρναγαν μέχρι που έφτασε 12 και δεν το είχαν καταλάβει. Πάντως η συζήτηση έκλεισε κόσμια ,καλυνηχτηθηκαν έκλεισαν τα vhf και ο καθένας τράβηξε για ύπνο.
Κοκ έκλεισε την πόρτα της γέφυρας ,την λάμπα του Μενετά ,έριξε μια μάτια προς την πλωρη,σιγουρευτητκε πως άναβε το φανάρι της αγγυροβολιας,αναψε πάλι το φακό του και τράβηξε κατά την καμπίνα του.Ακουγοτανε τα ίδια βαριά βήματα μες το σκοτάδι κάτι που άλλους θα έκανε να ανατριχιάζουν αλλά εκείνος το είχε συνηθισει.Περασε έξω από την τζίρο-κοιμοταν και αυτή βαθεια,δεν μούγκριζε όπως τότε που ταξίδευαν ημερόνυχτα χωρίς σταματιμο.Τελευταια την είχε επισκευάσει ένας μαγκιορος μάστορας στην Ιαπωνία και μέχρι που φούνταραν στη ράδα δεν έχανε μια τριχα.Ποσες φόρες είχε προσπαθήσει ο καπετάνιος να του εξηγήσει πωε δούλευε αλλά ο κκ δεν μπορούσε να τα καταλάβει αυτά.Οσο για την μαγνητική , με αυτή τα πήγαινε καλυτερα.Του άρεσαν τα απλά πράγματα και τα εμπιστευόταν καλυτερα.Ολα τα ηλεκτρονικά τα έλεγε Διαολους.Κατεβηκε και το τελευταίο σκαλοπατι,εστρειψε στον αλλουε και εφτασε στην καμπινα του.Η πορτα εμενε παντα ανοιχτη ακομα και όταν κοιμοταν.Ενοιωθε κάτι σαν φόβο στην μοναχια της νύχτας και ήθελε να ακούει την ανάσα του σκοταδιού οποί ελεγε.Το λαδοφαναρο φώτιζε αχνά την καμπίνα του και από το μοναδικό φιλιστρίνι έμπαινε το λιγοστό φως των αστρων.Το εικονική του Αγ.Νικολαου φαινόταν καθαρά πάνω από το προσκέφαλο του και πάνω στο κομοδίνα βρισκόταν σκόρπια φύλλα μιας εφημεριδας.Εβγαλε τα ρούχα του και έμεινε την μακριά σκελέα του φρούτου που είχε αγοράσει από τα βοτλεκ στο Ροττερναμ,και την άσπρη φανελίτσα μακο,φρεσκοπλιμενη από την γυναικούλα του την κ..Έμοιαζε σαν παλαιστής έτοιμος να ανέβει στο ριγκ.αλλοστε τα ποντίκια στα μπράτσα του κρατούσαν μια χαρα.Χαμηλωσε λιγο το λαδοφαναρο και στράφηκε προς το Αγ.Νικολαο.Εκανε ένα γρήγορο σταυρό ,κοίταξε τον Άγιο στοργικά για κάποιες στιγμες,κατι σιγοψιθύρισε και έπεσε ανάσκελα στο κρεβατι.Σχεδον όλα τα βράδια πριν πέσει να κοιμηθεί έλεγε κάτι στον Άγιο μα δεν είχε πει ποτέ σε κανένα αυτά τα λογια.Αυτα είναι δικά μας περάματα έλεγε και τα ξέρουμε μόνο οι δυο μας….Σιγουρα του μιλαγε για τότε που παραλίγο να ναυάγησαν στο Φινιστέρ με το «Παολα» και σωθήκαν από σίγουρο θαυμα.Αυτο δεν ήταν βαπόρι για να κροσαρει το Μπέη με φουρτούνες και σοθελ αλλά είχαν βρει ένα καλό ναύλο στην Αμβέρσα και το ναύλωσαν για ένα χρόνο Αμβέρσα-Αλεξανδρια.Εκεινη τη νύχτα δεν θα την ξεχάσει ποτέ . Το κύμα χοντρό από τον ωκεανό χόρευε το βαπόρι και κουπασταριζε σαν χαλασμένη ζυγαριά. Δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο και όλα έτριζαν σαν τα κλαριά του δέντρου στο άγριο αεράτη μηχανή με κομενες τις στροφες ήσαν που κρατιόταν να μη σβήσει προπέλα ξενέριζε συνεχώς και τα τοθρβοτσαρς μούγκριζαν σαν αφηνια σεμνά αλογα.Το κύμα κουκουλώνει τα κουβοθσια και τα τζαμιά της γέφυρας γινόταν άσπρα από τον αφρό που κτύπαγε με δύναμη πάνω. Το τιμόνι άκουγε με δυσκολία και το ραντάρ είχε σταματήσει ν αλειτοθργει.Ο αέρας σφύριζε στα ξάρτια δαιμονισμένα και η ορατότητα ήταν κυριολεκτικά στο μηδεν.Ολο σχεδόν το πλήρωμα είχε μαζευτεί πάνω στην γέφυρα και κρατούσε τα αγαπημένα τους αντικείμενα .Φωτογραφίες ,εικονίσματα σταυρους,αγιωτικα.Στη μηχανή δεν βγήκε ούτε λεπτό ο μαστρο …και πάλευε στα χειριστήρια και το γκοβερνορ που είχε τρελαθει.Ετσι κιαλιως τη να πνιγόσουν στα φτερά –-εννοούσε στις βαρδιολες τι μέσα στις σεντινες –θα σε βρήκαν και δύσκολα τα άρια να σε φάνε έλεγε αργότερα σαν πέρασε ο κίνδυνος και γλύτωσαν από του χάρου η των ψαριών τα δοντια.Ηθελαν λίγα μίλια ακόμα να καβατζάρουν τον κάβο και να πάρουν τον καιρό από πρυμα.Σε μια στιγμή ακούστηκε ένα γερό χτύπημα και το βαπόρι τραντάχτηκε σύσσωμα σαν φάλαινα που χτυπιέται στα κυματα.Ολοι νόμισαν ότι ότι είχε φτάσει το τελος.Οτι είχε μείνει όρθιο έπεσε κάτω εκτός από το εικόνισμα του Αγ,Νικολαου που αν και κρεμασμένο από ένα μικρό καρφί δεν κουνήθηκε καθόλου από την θέση του.Αυτο ήταν καλό σημάδι Δεν ήταν μόνοι τους στην γεφυρα,και στο τιμόνι σίγουρα δεν τιμονευε ο ναύτης ο Γιαννακας.Καποιος βγήκε με δυσκολία στη βαρδιολα και πέταξε στη θάλασσα ένα μπουκαλάκι λάδι με ένα καλαμένιο σταυρό δεμένο στο λαιμό του.Ολοι σταυροκοπήθηκαν και φώναξαν στο Άγιο να τους σώσει και ο καθένας έταζε χρυσά βαπόρια και ασημένια τάματα στη χάρη του. Πήραν τηλέφωνο στη μηχανή να δουν τι γίνεται και ο μ. σ και αυτός νόμιζε πως θα άκουγε να βάφει αμέσως επάνω γιατί βουλιαζουνε.Κρατησε κάνα δυο ώρες το κακό και ο καπετάνιος πρόσταξε να βάλουν το τιμόνι δεξιά γιατί παράλλαξαν το κάβο επιτελους.Και λες πως ξαφνικά μπήκαν σε άλλη θάλασσα και γινανε κυρια.Το βαπορι τώρα νικητής τραβούσε την πορεία του και όλα μιαζαν με ένα εφιάλτη που πέρασε μα κανείς δεν μπορούσε να τους διαβεβαιώσει ότι δεν θα ξανζουσαν.Και εδώ που τα λέμε και σε πιες εκκλησιές δεν είχε ταχει ασημένια καραβάκια ο κκ και πόσα προσκυνήματα σε μοναστήρια.
Άπλωσε τα πόδια του στην άκρη της κουκέτας και σκεπάστηκε με ένα πολύχρωμο σεντονακι μεχρι τη μεση.Ανοιξε πάλι το τρανζιστορακι,βρηκε ένα σταθμό με κάτι τραγούδια ανάμικτα με παράσιτα ,Έβαλε τα χέρια του κάτω από το κεφάλι και προσπάθησε να κλίσει τα μάτια τουμπάρισε κανένα δεκάλεπτο μα δεν τον έπαιρνε ύπνος . Άνοιξε το κομοδίνο και έβγαλε ένα μπουκάλι ανοιγμένο ουίσκι και τράβηξε μια γερή ρουφηξια.Υστερα μια δεύτερη και έκραξε πάλι το μπουκάλι και έκλεισε το τρανζίστορ που δεν έλεγε να καθαρίσει από τα παρασιτα.Σελιγο ροχάλιζε για τα καλά. Κοιμήθηκε σερί μέχρι τις επτά το πρωι,όταν τον ξύπνησε η μηχανή του δελφινιού που πέρασε διπλά από το βαπορι.Ηταν το ξυπνητήρι του αν και δεν είχε ανάγκη από τέτοια σκάντζα βάρδια .Εφτα και τέταρτο ήταν πάντα στην τραπεζαρία και είχε παραγγέλλει το πρωινό του. Μάτια αυγά με λουκάνικα η μπέικον και καφέ σε χοντρό φγυτζανι.Το καθημερινό πρωινό εκτός την Κυριακή που έτρωγε ψωμί με μαρμέλαδα για να μην τον ……πειράξουν τα πολλά αυγά.Oλος ο κόσμος το πρωί ήταν βαρύς-λιγα λόγια και τσιμπλιασμένα ματια.Ιδιαιτερα όταν είχε φουρτούνα και ο ύπνος ήταν λιγοστός κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Μόνο παράπονο αλλά και αισιοδοξία για την άλλη μερα.Αλλωστε όλοι είχαν μάθει να περπατούν με ανοιχτώ τα ποδια,κατι που πρόδιδε την ιδιότητα τους ακόμα και όταν περπατούσαν στην στερια.Του κκ είχε γίνει συνηθεια ακόμα και ξέμπαρκος στο σπίτι του πριν πάει για ύπνο κοίταζε τα πράγματα να είναι καλά μποτζαρισμενα μη σπάσουν τα κρύσταλλα που είχε φέρει από την Πολωνια.Παντα έβαζε τα πράγματα βαθειά στα ράφια και γκρίνιαζε με τη γυναίκα του σαν έβλεπε στις ακρες.Και δικαιολογημένα πόσες φορές είχε δει να θρυμματίζονται ένα σωρό πράγματα που δεν ήταν καλά στερεωμένα στη θέση του.Καποτε ήταν τόσο πολύ το μποτζαρισμα που ξεκόλλησε από τη θέση του ακόμα και το γραφείο του.Το παν είναι να ξέρεις να κρατάς την ισορροπία σου στο πλοίο με άλλα λόγια να είσαι ακροβάτης.
O kaka σήμερα σηκώθηκε με ένα παράξενο συναίσθημα παρόλο ότι είχε κοιμηθεί το βράδυ μια χαρα.Πηγε στην ρεσπεντζα έφτιαξε ένα ξερό καφέ και κάθισε στο ίδιο μέρος στην τραπεζαρία όπως συνήθιζε τόσα χρόνια. Αναξε ένα τσιγάρο και άρχισε να τραβαει βαρειες ρουφηξιές. Λες και ο καπνός εκείνη τη μέρα έκανε απολοτες βερινες σαν θελιές στο λαιμό του. Σταυροκοπήθηκε και προσπάθησε να αλλάξει την διάθεση του. Θυμήθηκε τον Μανώλη τον δόκιμο που το πεζε ονειροκρίτης και αναποδογύριζε τους καφέδες και δια βάζε τις τραπουλες.Αυτος είχε πάντα μια εξήγηση για ότι αισθανόταν ο κάθε πικραμένος Είχε μάθει έλεγε τα μυστικά από την γιαγιά του που ήταν Σμυρναία ήταν τώρα δίπλα του σίγουρα κάτι θα είχε να του πει για αυτό που αισθανοτανε.Και δεν ήταν λίγες οι φορές που βγαίναμε σωστές οι μαντεψιες του.Ο μανωλακης ήταν της Σχολης,ομορφοπαιδο και ξυπνιος.Περζιτητος στα λιμάνια με μπόλικες κατακτήσεις ,ο Δον Ζουάν του βαποριου.Μιλαγε και τα Εγγλέζικα φαρσί και το έπαιζε διερμηνέας στη πρώτη ευκαιρια.Φοραγε ψηλοτάκουνα παποθτσια,Καμπανα παντελονι,στενα πουκάμισα και μια χοντρή καδενα.Τον κ.κ το σεβότανε σαν νατανε πατέρας του και πάντα τον βοηθαγε να γραφεί στη γραφομηχανή που δεν τα πολυκαταφερνε.
Ντύθηκε κάπως νευρικά και πήγε κατά την ρεσπενταζα.Εφτιαξε το συνηθισμένο διπλό πρωινό καφέ και τράβηξε προς την πρύμη .Του άρεσε να τον πίνει εκεί ανάμεσα στους κάβους και τα βίντσια και να αγναντεύει τον ήλιο που ξεπρόβαλε στο βάθος και λαμπίριζαν τα βαπορια.Οσες φορές και να είχε δει το ίδιο τοπίο δεν το χόρταινε ποτε.Και το τσιγάρο τέλειωνε πολύ πιο γρήγορα τα πρωινα….Σηκωσε την ξεφτισμένη Ελληνική σημαία στο αλποθρακι και κάθισε πάνω στον αγαπημένο του καβο.Αναξε το πρώτο πρωινό τσιγάρο και τράβηξε μια γερή ρουφιξια.Το μάτι του γύριζε γύρω γύρω ψάχνοντας να βρει τον λοστρόμο τον Αντωναρο και τον ναύτη τον Μαρίνο τον Συριανο.Ηταν αυτοί που ρεμετζαριζαν το βαπόρι στα λιμάνια και μια ζωή τρωγόταν σαν τα σκυλιά Αντωναρος χρόνια στα βαπόρια – Ηλιοκαμένος με χοντρά πυκνά φρύδια και τριχωτό θώρακα –θεριό .γεμιτζής-τα μάτια του μετάγανε σπίθες και το στόμα του βλαστημιες.Ειχε δει δυο τρεις φορές να σπάει ο κάβος και τη μια φορά μάλιστα έκοψε ένα ναύτη στα δυο.Απο τότε άκουγε τους κάβους να τρίζουν και στα μάτια του έρχονταν εκείνη η στιγμή που άφησε στον τόπο τον Πακιστανό ναύτη που είχε μόλις 2 μήνες στο βαπορι.Δεν συγχώραγε ούτε αφηρημάδες ούτε τσαπατσουλιες.Τους ήθελε σβέλτους και μυαλομενους.Μεχρι που να ρεμετζαρονε ακούανε όλοι τα σχολιανά τους Μαρίνος ήταν ένα νεαρό καλό λεπτοκαμωμένο παιδί από την Σύρο και τον φώναζαν χαϊδευτικά το Λουκουμακι.Μπαρκαρησε για να βγάλει κανένα φράγκο μπας και φτιάξει ένα σουβλατζίδικο στο λιμάνι που ηθελε.Ομως ένα χρόνο ολόκληρο δεν έβαλε τίποτα στην άκρη γιατί κατά κακή του τύχη ήταν και ομορφόπαιδο και τα έτρωγε στις μπάρες. Είχε μπαρκάρει μαζί με ένα φίλο του καθαριστή άλλα αυτός την κοπάνησε στην Ν. Ορλεανη.Ειχε ένα μπάρμπα του εκεί και θα τον έκρυβε από το ιμιγρεσιον για να δουλέψει μαζί του σε ένα εστιατόριο Ελληνικο.Αυτος έλεγε ότι μια μέρα θα γυρίσει στη Σύρο με πολλά δολάρια και θα φτιάξει το μεγαλύτερο ξενοδοχειο.Εχει ακουστει ότι κατάφερε να παντρευτεί μια ματσωμένη Αμερικανα και θα έφευγαν για το Σικαγο.Μακαρι να ήταν όλα μκατ’ευχη. Γιατί ο μμ δεν του άρεσαν αυτά τα προξενιά. Παπούτσι από τον τόπο σου έλεγε και ας είναι και μπαλωμενο.Τα χνώτα τα Ελληνικά έλεγε δεν ταιριάζουν για πολύ καιρό με τα αλλα.Αλλοστε είχε ένα σωρό παραδείγματα με Έλληνες που παντρευτήκαν αλλοδαπές και μετά κτυπάγανε το κεφάλι τους στον τοιχο.Ειδικα αυτοί μου έχανε μπλέξει με Ασιάτισσες και Αφρικανες.Αντε αυτές να μάθουν ν α χορεύουν μπάλο και να φτιάχνουν γλυκό του κουταλιού ελεγε.Υπηρχαν όμως και εξαιρέσεις όπως ένας χωριανός του ο Σταύρακος της Αννίβας που είχε παντρευτεί μια Βραζιλιάνα και βγήκε η καλύτερη νοικοκυρα.Αυτη όλο έλεγε πως κάποτε θα πάει πίσω στην πατρίδα της μα τα κόκαλα της τα άφησε στο νεκροταφείο του χωριού του.
Ένα σφύριγμα από ένα βαπόρι που χαιρέτιζε ένα άλλο της ίδιας εταιρείας του έκοψε τους συλλογισμούς του . Ήταν ώρα να ετοιμαστεί για σκάντζα με τον Μανετα που ερχόταν με την πρωινή λαντζα.Αλλοστε είχε σβήσει το τσιγάρο του και τελειώσει τον καφέ του.Πηγε πάλι στην ρεσπεντα ,έπλυνε το φλιτζάνι τούτο βρήκα και όλα τα συμπράγκαλα από το προηγούμενο βραδυ.Καθαρησε τον μπακο και ταχτοποίησε όλα στη θέση τους.Οχι γιατί φοβούτανε μην ακούσει καμιά κουβέντα από τον Μανετα αλλά του άρεσε η τάξη και η καθαριοτητα.Αλλωστε τα καμαρωτακια είχαν πάει όλα τώρα σπίτι τους.Πηγε στην καμπίνα του ,έστρωσε το κρεβάτι του,εκανε ένα συμμάζεμα γύρω γυρω,πηρε την τσάντα του,κλειδωσε και βγήκε στο ντεκ.Εξακολουθουσε και ένοιωθε παράξενα σαν να είχε κάποιο κακό προαισθημα.Στο βάθος φάνηκε η πρωινή λάντζα με πλώρη κατά πάνω στην Αννουλα.Ο μμ κάρφωσε το βλέμμα του καταπάνω της λες και την έβλεπε πρώτη φορα.Οταν κοντοζύγωσε διέκρινε τον Μανετα περτριγυζομενο από πενε έξι Πακιστανούς τον αρχικαπετανιο τον κ.Πετρο και τον Αρχιμηχανικό τον Μ.Δημητρη.Πεταχτηκε σαν ελατήριο και πήγε προς την ανεμοσκαλα.Ευχοταν να μη συμβαίνει αυτό που του πέρασε από το μυαλό λαντα ακούμπησε στα πλευρά της Αννούλας και ο Μανετας του έκανε σινιάλο να μην κατευει .Πρώτος ανέβηκε την σκάλα ο Μανετας μετά οι Πακιστανοί και στο τέλος ο κ.Πετρος Δημήτρης και μ.Δημ.Ο Μανετας δεν κρόταγε την συνηθισμένη τσάντα του μόνο μια πλαστική σακούλα με δυο τρία κολουρια.Δεν χρειαζόταν να του πει τίποτα ο Μανεατας.Ομμ δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι το Αννούλα άλλαζε χερια.Με το πάτησαν στο ντεκ όλοι αυτοί ένοιωσε σαν να έγινε η άλωση της πολης.Αλλωστε μετα το καλημέρισμα των ανθρώπων του γραφείου ο κ.Πετρος του τόπε ξερά κοφτα’Μεχρι εδώ η Αννούλα μας-Τωρα θα την κουνταρουν τούτοι εδώ. Και του σύστησε τον καινούργιο καπετανιο,Α΄μηχανικο,Β΄μηχανικο,τον Γραμματικο,ένα λοστρόμο και ένα μαγειρα.Του κόπηκε η μιλιά τουκκ.και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του. Αγκάλιασε τον Μανετα που είχαν πάρει τα ζουμιά και αυτόν και όλη μαζί η κουστωδία τράβηξαν για την τραπεζαρια.Καθησαν όπου να ναι ο καθένας και ο μανετας πήγε στην ρεσπεντα να φτιάξει καφέ για όλους.
Κκ μην στενοχωριέσαι σιδερικά είναι τούτα δω και όταν γεράσουν τα κάνουν καρφίτσες του είπε ο καπτα σαν να του έχωναν μαχαίρι στα σωθικά του . Δεν είχε άλλη λέξη να πει ??Ο μ. ξηλογελασε όπως πάντα σχεδόν σε όλες τις συζητήσεις με τον κπ. και κοίταξε διακριτικά τα βουρκωμένα μάτια του σαν να του έλεγε ¨δεν ξέρεις τον Κ.Πετρο αυτός μόνο τα δολάρια τον συγκινούνε και κανένα χτύπημα στην πλάτη από τον εφοπλιστη.Αν και η πραγματικότητα δεν ήταν αυτή γιατί κατά βάθος ο κπ. ήταν συναισθηματικός τύπος αλλά δεν ήθελε να το δείχνει γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να κουμαντάρει τόσους ανθρώπους. Ήταν βλέπεις πάντα ανάμεσα στον εφοπλιστή και τα πληρωματα.Οταν είχε πιει κανένα ουίσκι παραπάνω φανέρωνε τον πραγματικό του εαυτό και τα αισθήματα του .Ήταν άνθρωπος βγαλμένος από Σχόλη με πολλές γνώσεις και πολλά χρόνια εμπειρία στα καραβια.Επικοινονιακος τύπος με λεπτό χιούμορ και μετρημένος στις κουβέντες του.Ειχαν δει πολλά τα μάτια του και είχε βγάλει το γραφείο από πολλές δύσκολες υποθέσεις ,ζημίες ναυλωσεις,αβαριες και αλλά πολλά . ο εφοπλιστής του είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη. Του είχε βαφτίσει και τον γιό του και είχαν γίνει και κουμπαροι.Με τον μ.Δημετρη μια τα πήγαιναν καλά και ποτέ τσακωνόταν σαν την γάτα με το σκύλο μ. ήταν παλιός Μηχανικός στην εταιρεία και τελευταία τον είχαν κάνει Αρχιμηχανικο.Ειχε φάει την σεντίνα με το κουτάλι και ήξερε τα μηχανοστάσια με κλειστά τα ματια.Πρωτος στη πατέντα και άριστος γνώστης της μηχανολογιας.Γι αυτόν τίποτα σχ3εδον δεν ήταν αδύνατο. Ακόμη και να ταξιδεύσει με ένα κύλινδρο έλεγε-Δως μου πετρέλαιο να βάλω μπρος και την προπέλα κινήσω έλεγε κατά το Δες μου τόπο να σταθώ και την Γιν κινησω.Αυτος ήταν διαφορετικός τύπος από τον κ.Π,καλαμπουριτζης , φοβερά ψύχραιμος και τα πήγαινε καλύτερα με τα πληρώματα πάρα με τους ανθρώπους στο γραφειο.Ειχαν κάνει μαζί και σε ένα βαπόρι με τον κκ και είχε άλλη σχέση μαζί τομία φορά σε ένα δεξαμενισμό στη Σιγκαπούρη λίγο έληξε να μείνουν και οι δυο στον τόπο από ηλεκτροπληξία μέσα στο φορ πικ .Ήξερε ο ένας για τον άλλο όλα σχεδόν τα οικογενειακά του και αντάλλασαν οικογενειακώς επισκέψεις σε καμιά γιορτη.Η γυναίκα τοίχε καταγωγή από την πόλη και ήταν φοβερή μαγειρισα.Παντα τους πήγαινε δώρο χειροποίητα γλυκά που μοσχοβολούσαν αγνό βούτυρο.
Κπ. ηπιε τον καφε του και αρχησαν οι διατεγες.Επρεπε να δείξουν στους Πακιστανούς το βαπορι.Χωριστηκανε σε γκρουπ ο κπ. ο Κ.Κ με τον καπετάνιο και Γραμματικο,οΜανετας ανέλαβε τον λοστρόμο ο Κ. τους μηχανικούς και ο Μάγειρας μόνος του τράβηξε για την κουζίνα και τα ψυγεία που ήταν θεαδειανα.Ο κκ άρχισε να μοιράζει τα κλειδιά και τα λουκέτα από τις καμπίνες ,αποθήκες και κάθε ένα που έδενε ήταν σαν να δίνει ένα χρόνο από τη ζωή του.Σε μια στιγμή συνάντησε τον Μανετα με τον λοστρόμο στην κουβέρτα και του ζήτησε τα κλειδιά για το μαστινγηοθσε με τις μπογες.Ειχαν μείνει πέντε έξι ποτα όλα και όλα ,τα άλλα τα είχαν πάρει για τα σπίτια τους οι διάφοροι.
Τι να τις κάνουν ρε τις πογες διαρωτήθηκε ο κ. κ Και τότε ο Μανετας με περιλοποιπο ύφος κηδείας του είπε για να αλλάξουν το σινιάλο και το όνομα της Αννουλας.Οθτε και αυτός ήξερε πως εκείνη τη στιγμή δεν πέταξε τα κλειδιά στη θάλασσα. Τον πρόλαβε ο Μανετας και του ψυθισε στα αυτί πως το σινιάλο θα αλλάξουν μόνο το γράμμα και στο όνομα θα προστάσουν μπροστά το γράμμα Μ και θα λέει τώρα ΜΑΝΝΟΥΛΑ.Αυτο τουλάχιστον τον καλμάρισε αρκετά μα ξέσπασε σε ένα βουβό κλάμα γυρίζοντας το κεφάλι του ψηλά προς το φουγαρο.Δεν περίμενε ποτέ να συγκινηθεί τόσο πολύ με ένα τέτοιο γεγονός. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε κάτι τέτοιο. Με την Αννούλα όμως είχαν ερωτική σχέση…
Εκείνη τη στιγμή που κοίταζε προς τα πάνω λες και ήταν όλα συγρονισμενα φάνηκε ένα πυνος μαυρος καπνός να βγαίνει από το δεξί μπουρί της τσιμινιέρας και ακούστηκε το γνωστό χτυποκάρδι της ηλεκτρομηχανής που έβαλε μπροστά ο μ.δ.Πηρε μπρος με την πρώτη-τσακουμακι η μικρη όπως τη έλεγε ο μ. για να την ξεχωρίζει από την Κ. που την έλεγε Γριά χαρχαλω.Ενοιωσε το βαιμπεσιον κάτω από το πόδια του και νόμισε πως κάποιος έδωσε το φιλί της ζωής στην κοιμισμένη Αννούλα. Σε λίγο δοκίμασαν τις μπιγες άνοιξαν το Νο 4 αμπάρι και όλα δούλευαν μια χαρά σαν να μην είχαν σταματήσει ποτε.Σταματησαν λίγο το μεσημέρι και άρχισαν πάλι μετά να ενημερώνουν τους Πακιστανούς μέχρι που νύχτωσε. Μια λάντζα το απογευματάκι έφερε κάτι λίγα τρόφιμα –ψωμί και κάμπου μπουκάλια νερό μέχρι να πάρουν την κανονική τροφοδοσία και ο πακιστανός μάγειρας έφτιαξε το πρώτο ρύζι για μεσημεριανο.Αλλα ποιος είχε όρεξη να φάει από δαυτα εκτός από αυτούς .Τη βγαλανε με τα κουλούρια του Μενετά και κάτι φρούτα που είχαν περισσέψει από τις προηγούμενες βαρδειες.Την άλλη μέρα περίμεναν το υπόλοιπο πλήρωμα και σε δυο τρεις μέρες η Μανούλα θα πήγαινε για το Καράτσι. Εκεί θα δούλευε όσο άντεχαν τα κότσια της κουβαλώντας κάπου κοντά τα τρίτης κατηγορίας φόρτια.
Με την βραδινή λάντζα φύανε όλοι οι Έλληνες και εμεινα πίσω οι Πακιστανοί. Αλλαγή φρουρας….Οκ.κ και ο Μανετας στη πρύμη της λάντζας κοίταζαν την Αννούλα που συνεχώς απομακρυνόταν από αυτούς και τα μάτια τους βούρκωσαν άλλη μια φορα.Ειχε νυχτώσει και στο κομοδεσιον φαινόταν τα λιγοστά φώτα που τώρα δούλευε η ηλεκτρομηχανη.Ξαναζωντανεψε η Αννούλα αύριο θα έκανε πρόβα τζενεραλε και ο μ.μ είπε στον κπ. ότι σήμερα ήταν η τελευταία μέρα που πάτησε το πόδι της πάνω της.Εγω απόψε της ψέλλισα Καλό ταξίδι και την ευχαρίστησα που μας έφτασε εδώ ζωντανούς έπη στον Μ.Δ.Μηπως και εμείς κάποτε δεν θα φύγουμε ?Τουλάχιστον να φύγουμε περήφανοι και αβασάνιστα. Χριστιανα τα τέλη της ζωής ημών ανώδυνα ανεπαίσχυντα και ειρηνικά και καληαπολογια επί του φοβερού βήματος αιτησομεθα. όπως κάθε Κυριακή ψέλνει ο παπάς στην εκκλησιά λάντζα έφτασε στο μόλο και σχεδόν δεν το κατάλαβαν ποτέ εφτασαν.Καλυνηχτησε ο ένας τον άλλο και ο καθένας τράβηξε για το σπίτι τοθ.
Την άλλη μέρα ο κκ ξυριστηκε,ντυθηκε με το καλό του κουστούμι και αντί να πάει στις λάντζες πηρέ το λεωφορείο και πήγε στο γραφειο.Καθησε στη ρεσεπτιον και περίμενε το αφεντικό τον καπτα Λάζαρο.
Δεν άργησε αυτός να έρθει-μπηκε μέσα και άρχισαν την συζήτηση
-Τι έγινε κκ δεν πηγές μέσα στην Αννούλα σήμερα?
-Πια Αννούλα κ. Λαζαρε,την Μαννουλα θέλεις να πεις
-κατάλαβα το πήρες κατακαρδα,μα έτσι είναι η ζωή για όλους και για μας και για τα βαπόρια
-Το ξέρω μα εγώ είμαι ερωτευμένος με την Αννούλα και σήμερα την χάνω για πάντα
-Μη μου πεις ότι πρώτη φορά στη ζωή σου είχες ερωτική απογοητευση.Τι να πω εγώ κκ.
-Τι θέλετε να πείτε ,δεν σας καταλαβαίνω
-Λοιπόν ήρθε η ώρα να γίνεις ο πεμπος άνθρωπος μετά την συχωρεμένη μάνα μου,την γυναίκα και τα παιδιά μου που ξέρουν αυτή την ιστορία
-Σας ακούω κ.λαζαρε και είναι τιμή μου.
-Λοιπόν άκου κκ
Κάποτε ήμουν και εγώ νέος όπως όλοι μας και ο κόσμος μου φάνταζε ότι δεν θα τέλειωνε ποτε.Ειχα γνωρίσει μια κοπελίτσα σε ένα διπλανό χωριό και την ερωτεύτηκα παράφορα. Έκανα τα πιο απίθανα πράγματα για αυτή μα κανένας δεν ήξερε τίποτα εκτός από τη μάννα μου που καταλάβαινε κάθε μου κινηση.Με αγάπησε και αυτή το ίδιο δυνατά μα δεν τόλμησε να πει πουθενά ούτε και στη μάνα της.Βγαιναμε κρυφά και με χίλιες προφυλαξεις.καποτε μου ζήτησε να επισημοποιήσουμε την αγάπη μας και να παντρευτουμε.Εγω αρνήθηκα γιατί αφ ενός ήμουν μικρός για παντριες από την άλλη έπρεπε να μπαρκάρω σε λίγες μέρες. Όταν της το είπα έκλεγε συνεχώς για μια ώρα στην αγκαλιά μου και μου ειπείς μπορεί να με περιμένει μέχρι να ξαναγυρισω.Εγω της υποσχέθηκα πως έτσι θα γίνει μα γρήγορα τα ξέχασα στης θάλασσας τη λυθη.Της έστειλα μάλιστα και ένα γράμμα λέγοντας να μην τρώει το χρόνο της να με περιμένει γιατί εγώ θα αργήσω να γυρισω.Εκεινη μου απάντησε πως όσο ζει θα με περιμενει.Δεν της απάντησα από τότε ήταν το τελευταίο γράμμα που της έστειλα και το τελευταίο που πηρα.Εκεινο το μπάρκο κράτησε τρία χρόνια. Όταν ξεμπαρκάρισα και πήγα σπίτι μου ρώτησα τη μάννα μου μήπως είχε κανένα νέο για την Αννούλα .Εκείνη ξεροκατάπιαμε κοίταξε με ένα θλιμμένο ύφος και μου επιπίπτει η Αννούλα γιέ μου….Μας άφησε πριν τρεις μηνες.Μαραζωσε το κοριτσι.Ηταν μαχαιριά κατάκαρδα που που έκανα χρόνια να το ξεπερασω.Ειπα μέσα μου πως αν κάποτε πάρω κανένα βαπόρι θα βγάλω το όνομα της. Και με αξίωσε ο Θεός να πάρω πολλά . Δεν μπορούσα όμως το πρώτο βαπόρι να δώσω το όνομα της. Όλοι θα κρόταγαν πια είναι αυτή η Αννουλα.Οθτε το δεύτερο που έδωσα το όνομα του υιού μου ουτρ το τρίτο Πο το βάπτιση Χρυσούλα – το όνομα της κόρης μου.μεχρι που ήρθε η στιγμή και αγόρασα αυτό το καράβι και επιτέλους εκπλήρωσα τον όρκο μου.
Ο κκ τον κοίταζε σαν χαμένος μέσα στην ομιχλωδών μπορούσε να ορθώσει λέξη. Έβλεπε τα χέρια του κ να τρέμουν και το πρόσωπο του να παίρνει μια παράξενη ομορφότερα πια ο κκ είχε λύσει και το τελευταίο του ερωτηματικό για την Αννουλα.Δεν είχε πια κανένα λόγο να είναι ερωτευμένος μαζί της-ειχε άλλος τα πρωτεία και τα διακαιωματα.Τωρα έπρεπε να τα αγαπήσει διαφορετικά μα δεν υπήρχε χρόνος.
-Τι έχεις να πεις τώρα κκ
- Πως η αγάπη μπορεί να είναι παντου,στο νησι,στις θάλασσες στα λιμάνια στις μπονάτσες και φοθρτουνες,παντου παντού…
-Παρακάλεσα τους αγοραστές να αφήσουν το ίδιο όνομα – Δεν γινόταν μου έκαναν το χατίρι και την γαλανέ Μανούλα.
-Μου το είπε ο μάνητας και αυτό τουλάχιστον απάλυνε το πόνο μου-Ας πάει στο καλό Κ.Λαζαρε
-Ναι κκ σαν μανούλα που πάει να βρει την κορούλα της.
-Αύριο θα στείλω μια αγκαλιά λουλούδια και θα τα βάλουν στη γέφυρα δίπλα στην πυξίδα – έχε το νου σου να τα βάλουν εκεί
-Συγγνώμη κλ. για μένα τέλειωσε χτηες η Αννούλα .Δεν ξανάπαω μέσα την χαιρέτησα εχτηες το βράδυ.Aλύστε τώρα έχει άλλα αφεντικά….
-Εντάξει κκ σεβαστό το αίτημα σου.Αντε τώρα στο καλό και έλα να πούμε πάλι την άλλη εβδομάδα
-πριν φύγω πρέπει να σου ζητήσω ένα μεγάλο δυγνωμη –συγγνώμη που ερωτευτήκαμε και η δυο την Αννούλα. Ο καθένας με τον τρόπο του. Ο θεός να σε έχει καλά. Γεια σας
Οι επόμενες μέρες πέρασαν βασανιστικά . Έφτασε και η μέρα που όλα ήταν έτοιμα για αναχώρηση. Ο κκ πηρε τον Μενετά και πήγαν με τα πόδια μέχρι την άκρη του λιμανιού όπου μόλις φαινόταν στα μακριά η Μαννουλα.περιμενα καμιά ώρα μέχρι που φάνηκε η πιλοτίνα να κατευθύνεται πάνω της.
Κοίταζαν και οι δυο μια το καράβι και μια την πιλοτίνα σαν να μην ήθελαν ποτέ να γίνει αυτό το ραντεβου.Ομως όλα γινόταν όπως ήταν προγραμματισμένα. Σε λίγο φάνηκε ένας κατάμαυρος καπνός να βγαίνει από την τσιμινιέρα και απλώθηκε σαν σύννεφο στον οθρανο.Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι ο τηλέγραφος χτύπησε δεαδ σλος αηεδ και είχε αρχίσει η διακόσια του βιραρισματος της αγγυρας. Δεν πρέπει να βρήκαν δυσκολία στο βιράρισα ούτε να είχε πιάσει σε καμιά τραγάνα η κάνα άλλο αγκυροβόλιο η αγγυρα ,γιατί σε λίγο η τσιμινιέρα ξέρασε πολύ καπνό και η μανούλα άρχισε να στριβεί αργά αργά προς τα δεξιά. Τελείωσαν τα ψέματα μανετας εσκηψε κατω βρηκε μια μικρη πετρουλα και τηνε σφεντόνησε στη θάλασσα σαν ένα τελευταίο αντίο κκ έβγαλε ένα μαντήλι από το σακάκι του και το κουναγε μέχρι που η μανούλα χάθηκε στον οριζοντα.Καλο ταξίδι Αννούλα μας καλό ταξίδι Μανούλα καλό ταξίδι όπως και να σε λένε κορίτσι μας.Ο κκ.μαζυ με τον μανετα πήραν το δρόμο του γυρισμού προς τα σπίτια τους . Πριν πάρουν το λεωφορείο πέρασαν από το ουζερί του Τζαγουρη πίσω από τον Αγ.Νικολαο και ήπιαν κάνα δυο καραφάκια με λουκάνικο φλαμπε-το σπεσιαλιτέ του μαγαζιου.Σαν τους έπιασε λίγο το αλκοόλ το έριξαν στο σε ένα Αργεντινικο τραγούδι που έλεγε για μια κοπέλα που αγάπησε ένα ναύτη μα αυτός το έσκασε με μια άλλη .Ήταν το αγαπημένο τους τραγούδι που τους άρεσε να τραγουδάμε μαζί η ήταν στα κέφια η στις κακίες τους.Εκεινη τη στιγμή μπήκε μέσα ένα γυφτακι και πουλάτε τριανταφυλλα.Το φώναξαν κοντά τους και αγόρασαν δυο μπουμπούκια κατακικκινα.Οταν πλήρωσαν και έφυγαν παρακάλεσαν το γκαρσόνι να τα αφήσει εκεί μέχρι την άλλη μέρα το πωρωνόταν την άλλη μέρα πέρασαν ξανά από εκεί τα είδαν σε ένα ανθοδοχείο πάνω στο τραπέζι και πάνω ένα χαρτάκι που